United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν το γλυκοχάραμμα στα κορφοβούνια φέγγει, Που στα χρυσά τα ονείρατα ξυπνά η χωριατοπούλα Και πάει στη βρύση γιο νερό, τέτοια τραγούδια λέγει. Τα καλοκαίρια τα ξανθά, που οι ξενοδουλευτάδες Θερίζουν άυπνοι ολονυχτίς τα καρπερά χωράφια Με το φεγγάρι το λαμπρό, τέτοια τραγούδια λέγουν

Θα ιατρευθή η πληγή του, θα στυλωθή, κι' ο κίνδυνος και πάλιν του 'δοντιού του τον δόλον μας τον μάταιον θα ξαναφοβερίζη. Αλλά το σύμπαν ας χαθή, οι κόσμοι ας χαλάσουν, παρά να κρυφοτρώγωμεν με φόβους το ψωμί μας, κι' ο ύπνος να μας έρχεται την νύκτα, ταραγμένος απ' τ' άγρια ονείρατα που μας τρομάζουν! Όχι!

Τώρα λοιπόν, πώς σας φαίνονται αυτάΟι δε μάγοι είπον «Εάν το παιδίον ζη, εάν εβασίλευσεν άνευ ουδεμίας προμελέτης, θάρρει και μη φοβείσαι τίποτε, διότι δεν θα βασιλεύση πλέον· τινές των προρρήσεων ημών συνέβη να εκτελεσθώσιν ουχί απαραλλάκτως, πόσον μάλλον τα ονείρατα τα οποία διαλύονται ως καπνός; — Και εγώ, ω μάγοι, επανέλαβεν ο Αστυάγης, συμμερίζομαι καθ' ολοκληρίαν την γνώμην ταύτην· το όνειρον εγένετο αλήθεια, αφού το παιδίον εξελέχθη βασιλεύς, και δεν πρέπει πλέον να φοβούμαι.

Δεν παραστράτησ' ο καιρός από τον ίσιο δρόμο, μόνον οι έννοιες σε 'ξυπνούν και τις νυχτιές μακραίνουν. — Μην ξέρεις απ' ονείρατα; γιατ' είδα απόψε κάτι, κάτι καλό στον ύπνο μου και θέλω να το μάθης. Πρέπει καθώς μοιράζομε οι δυο την ψαρική μας, το ίδιο να μοιράζωμε και τα ονείρατά μας.

Τρία πράγματα δεν έφυγαν απ' το νου μου σ' όλον τον καιρό της κακής μου ξενιτειάς: το χωριό μου, οι σπιτιακοί μου, κι' η πίστη μου. Δεν το γνώρισα ολότελα το καημένο μου το χωριό, που μου γελούσε πάντα στον ύπνο μου και στα ονείρατά μου.

Γιατί έρχεστε δω ν' αραδιάστε τα παραμύθια σας; Δίχως άλλο μεθυσμένος θάσαστε χθες βράδυ, και το κρασί σας έφερε όλα αυτά τα ονείρατα. — Αλήθεια, ναι, είμαι μεθυσμένος, και με τέτοιο ποτό που ποτέ πεια δε θα μου περάση αυτό το μεθύσι.

Σκοτείδιασε το φως του Κι' αποκαρώθηκε ο φτωχός. Τα σερπετά δειλιάζουν 'Σ τ' αγώγι τους και φεύγουνε. Νεκρόνεται κι' ο γύφτος, Η φύσις όλη εσίγησε, λες κ' ήθελε ν' αφήση Ελεύθερα να καταιβούν τα ονείρατα του Διάκου. Κ' ιδού του κάστηκε με μιας ότ' είδε την κουφάλα Του δέντρου ν' αναδεύεται.

Τι ήτο αυτό όλον, που είχε συμβή γύρω του και μέσα του εκεί επάνω εις το βουνό; Ήσαν άρα γε φαντάσματα ή ονείρατα πυρετού; Προτήτερα ούτε πυρετόν ούτε καμμίαν άλλην ασθένειαν είχε ποτέ γνωρίσει. Αλλά, όταν έκρινε την Μπαμπέτταν, έρριψε και ένα βλέμμα και εις το ιδικόν του εσωτερικόν. Είχεν ανιχνεύσει μέσα 'στην καρδιά του το άγριον κυνήγιον, τον θερμόν Λίβαν, που είχε στήσει εκεί την έδραν του.

ΠΡΟΣΠ. Άλλαξες όψη, υιε μου, και φαίνεσαι στενοχωρημένος· καλοκαρδίσου· τώρα η ξεφάντωσές μας έπαυσαν· τούτοι οι παραστάτες μας, καθώς σας προείπα, ήταν όλοι πνεύματα, και εσκόρπισαν στον αέρα, στον λεπτόν αέρα· και, ίσα με ταθεμέλιωτο κτίριο τούτου του οράματος, οι νεφελοστεφάνωτοι πύργοι, τα λαμπρά παλάτια, οι ιεροί ναοί, και αυτή η μεγάλη σφαίρα, ναι, και όσα χωράει, όλα θα λυώσουν και όπως τανυπόστατο τούτο θέαμα εσβύσθη, ομοίως κ' εκείνα μήτε τρίμμα θαφήσουν κατόπι τους· είμεθα φτειασμένοι ωσάν τα ονείρατα, και τη μικρή ζωή μας περιζώνει ένας ύπνος.

Ο ουρανός της χάρισε για ενθύμησι 'ςτά μάτια Τη γαλανή την όψι του, τ' αηδόνια τη λαλιά τους, Τα κυπαρίσσια, η λιγαριαίς τώμορφο το κορμί τους, Η βρύσες τη δροσούλα τους, οι ανθοί τα ονείρατά τους.