United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εγώ θα να σου πάρω Με την γλυκειά φλογέρα μου τώμορφο το τραγούδι, Που μου το μάθαν η Ξωθιές. Έλα βοσκούλα έλα! Έλα γιατί σαν νυχτωθώ μονάχος μου εκεί πέρα, Από τα δάσα, αφ' τες σπηλιές, αφ' τα βαθειά λαγκάδια Κι' αφ' τα κρεμάμενα νερά χιλιάδες θα προβάλουν Της ερημιάς η ώμορφες, της νύχτας η νεράιδες, Για να με πάρουντο χορό, για να μου ειπούν τραγούδια, Και για να παίξουμε μαζή.

Η Νύκτα μένει 'ςτά νερά, νεραϊδωμένη κόρη. Κι όταν ο Ήλιος χάνεται απ' τον Απάνου-Κόσμο, Προβάλλει αυτή μυριώμορφη γλυκειά, καμαρωμένη, Και περπατεί τα ρέμματα, ταις ποταμιαίς, τα πλάγια... Λαμποκοπάν 'ςτά στήθηα της και 'ςτό κορμί της γύρω Τα μαγεμμένα λούλουδα, χρυσά χιλιάδες άστρα, Και μέσ' 'ςτό μέτωπο ψηλά, σαν βασιλίσσης στέμμα, Το πλειό μεγάλο λούλουδο, τώμορφο το φεγγάρι.

Ο ήλιος εβασίλεψε· σκοτείδιασε, νυχτώνει. Το κέντημά της τώμορφο απαρατάει η κόρη, Και κατεβαίνει στο γιαλό κι' ακαρτεράειτην άκρη. Μαυρολογάνε τα βουνά, και σύγνεφα μεγάλα Σκεπάζουνε 'ςτόν ουρανό ταστέρια πέρα πέρα, Φυσομανάει το πέλαγο, τα κύματα βογγούνε, Κι' όταν τα νέφια αστράφτουνε, δείχνουν κορφαίς αφράταις Και δεν γροικιέται πουθενά ταγαπημένου η βάρκα.

Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας• «Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα, αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου. και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων, ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη 150 να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω, όπως ξεμάθουντο εξής να προβοδούν ανθρώπους».

Ο ουρανός της χάρισε για ενθύμησι 'ςτά μάτια Τη γαλανή την όψι του, τ' αηδόνια τη λαλιά τους, Τα κυπαρίσσια, η λιγαριαίς τώμορφο το κορμί τους, Η βρύσες τη δροσούλα τους, οι ανθοί τα ονείρατά τους.

Σώπα, φλογέρα μη μου λες τραγούδι της αγάπης Σώπα, και μη μου την θυμάς!... .Όχι, φλογέρα· πες το Πες το, και μη την λησμονάς· κάλλιο να λησμνήσω Όλον τον κόσμο, να χαθώ, να μαρανθή η καρδιά μου, Με τώμορφό της τ' όνομα 'ςτό στόμα μου ας πεθάνω, Παρά να την απαρνηθώ και να την λησμονήσω!... Πες το, φλογέρα, μη σωπάς και πάρτο απ' την αρχή του.

Όμως καλά στοχάσου· Ο χρόνος αν παραδιαβή και δεν το θεμελιώσης, Με τώμορφο κεφάλι σου το τάμμα θα πλερώσης. Αρχίζει σύνταχα η δουλειά. Σαν γίγαντοι πιθώνουν Πέτρα σε πέτρα οι μάστοροι, και χτίζουν κι' ασβεστώνουν.

Η ύστερη του χρόνου φτάνει μέρα, Κι' όσο να πάρη ο ίσκιος της κι' ο ήλιος της να γείρη, Θεμελιωμένο επρόβαλε κι' ακέριο το γεφύρι. 'Σ τον πικραμένον Βασιλιά, που μέρα νύχτα κλαίει Της μοναχής του τον χαμό, έρχεται ο νιος και λέει: — Τώστησα το γεφύρι μου, ψυλό και στοιχειωμένο, Και τώμορφο κεφάλι μου δε θα το ιδής κομμένο.

Το γνώρισε η Πεντάμορφη και κατεβαίνει κάτου. Αυτιάζεται, χτυπάει τη γη και χλιμιντράει εκείνο, Σαν κάτι νάθελε να ειπή. Το ξεφορτώνει η κόρη, Παίρνει, και το δισσάκι λυεί... και τι να ιδή!... λαχτάρα!... κομμάτια ανθρώπινου κορμιού 'ςτά αίματα πνιγμένα, Και 'ςτά κομμάτια ανάμεσα τώμορφο το κεφάλι Του νηού που την εγλύτωσε!... Δέρνεται και μαδιέται…

Μοναχά σε κάθε ακρογιαλιά της Με κάνα λιανολίθαρο παίζουν ή με λουλούδι Και μουρμουρίζουν, 'σάν παιδιά, κάνα γλυκό τραγούδι. Άξαφνα απ' τ' Αντιλικού τώμορφο τ' ακρογιάλι Ένα μονόξυλο μικρό μ' ένα πανί προβάλλει. Τραβάει προς του Μεσολογγιού το κάστρο, κι' από πέρα 'Σάν απ' τη λίμνη φαίνεται να βγαίνητον αθέρα Άσπρο πελώριο φάντασμα. Ανοίγουν τα κουπιά του Σαν τα φτερά του γερακιού.