Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Αι αναθυμιάσεις του έαρος εμέθυον τας αισθήσεις της νέας μοναχής, ήτις από τριών ήδη μηνών βυθισμένη εις τα σκότη του κελλίου και της μεταφυσικής ητένιζε και ωσφραίνετο μετ' αυξούσης απληστίας την χλόην των λειμώνων και των ίων την ευωδίαν.
Εις την απαίτησιν της μοναχής αντιπροέβαλεν η Αϊμά άλλην απαίτησιν: — Θα μοι είπης λοιπόν, κόρη μου; επανέλαβε μειλιχίως η ηγουμένη. — Θα μοι είπητε, μήτερ μου, απήντησεν αίφνης η Αϊμά, διατί με κρατείτε κλεισμένην εις το κελλίον τούτο; Η ηγουμένη, αν και ώφειλε να περιμένη τοιαύτην ερώτησιν, ουχ ήττον εθορυβήθη. Αλλ' η αμηχανία της στιγμάς μόνον ολίγας διήρκεσεν. Είτα αναλαβούσα είπεν·
Εμπρός επί του στήθους της του παρθενικού, υπό τας πτυχάς του μαύρου ράσου, διεφαίνοντο τα Σχήματα της μοναχής, μέγας ερυθρός σταυρός με την Λόγχην και τον Σπόγγον ένθεν και ένθεν εν σχήματι τριγώνου, έχοντος προς τα κάτω την κορυφήν, όπου ήτο κεντημένον, ερυθρόν και αυτό, το γυμνόν κρανίον του Αδάμ. Η φωνή της ην ασθενής αλλά γλυκυτάτη, φωνή αγγελική.
Το χρυσοΰφαντον εκείνο ύφασμα ίσως κατ' αρχάς θα ήτο προωρισμένον δι' άλλον σκοπόν, ίσως εχρησίμευσεν εις την προικώαν ενδυμασίαν νύμφης τινός, μετά τον θάνατον της οποίας, ακαίρως ίσως θανούσης, τα εχάρισεν εις την εκκλησίαν, χάρισμα πένθους ή και χηρείας. Την προσοχήν μου εφείλκυσε και ζεύγος νεαρών συζύγων, εν κατανύξει ισταμένων εγγύς της ψαλλούσης μοναχής.
Εκτός κ' ενός άλλου μοναχού, του γηραιού Πέτρου, υπηρετούντος και ψάλλοντος με την άξεστον μεν χονδρήν φωνήν του κατανυκτικήν δε, ουδείς άλλος υπήρχεν εν τω ναΐσκω, ου τα ολίγα φώτα εχλώμαινον πενθίμως εν μέσω του ευώδους καπνού του θυμιάματος. Κ' έβλεπες τότε το γλυκύ λευκόν πρόσωπον της μοναχής ως εν μέσω νεφελών εν τοις ουρανοίς.
Αλλ' αν είχε καταμετρήσει το βάθος του δισταγμού της κόρης, δεν θα ετόλμα, όσον και αν ήτο σκληρόκαρδος, να κινήση την νευράν ταύτην. Η ισχυρογνώμων επιμονή της μοναχής προεκάλει ακριβώς εν τη καρδία της νέας ανάμνησιν, ης η εξέγερσις έκαμνεν αυτήν να φρίττη.
Η ύστερη του χρόνου φτάνει μέρα, Κι' όσο να πάρη ο ίσκιος της κι' ο ήλιος της να γείρη, Θεμελιωμένο επρόβαλε κι' ακέριο το γεφύρι. 'Σ τον πικραμένον Βασιλιά, που μέρα νύχτα κλαίει Της μοναχής του τον χαμό, έρχεται ο νιος και λέει: — Τώστησα το γεφύρι μου, ψυλό και στοιχειωμένο, Και τώμορφο κεφάλι μου δε θα το ιδής κομμένο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν