United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κατήλθε προς την θάλασσαν, του ηγουμένου, ενός ασκητικού και ξηραγκενού μοναχού, λίαν ιεροπρεπούς, κατόπιν του πεζοπορούντος και αυτού, και μη δυναμένου ούτε λέξιν να εκστομίση εκ της θλίψεως. Εις το πέλαγος ουδεμία λέμβος εφαίνετο. Εις τα δάση και τα ρεύματα ουδέν σημείον ύποπτον παρετήρησαν.

Εξαγορεύσας δε το όνομα και τα πολλά παθήματα, αφιέρωσε πάντα τον πλούτον εις την μονήν και λαβών του μοναχού το σχήμα, ησύχασεν εν τη ιερά εκείνη ακροπόλει. Νοσήσαντος μετ' ου πολύ χαλεπήν νόσον, κατέρρευσεν εκ μιας η εκ της ηλικίας και των δεινών αγώνων ήδη πολιωθείσα κόμη και μετ' αυτής ο μύσταξ και το γένειον.

Εκτός κ' ενός άλλου μοναχού, του γηραιού Πέτρου, υπηρετούντος και ψάλλοντος με την άξεστον μεν χονδρήν φωνήν του κατανυκτικήν δε, ουδείς άλλος υπήρχεν εν τω ναΐσκω, ου τα ολίγα φώτα εχλώμαινον πενθίμως εν μέσω του ευώδους καπνού του θυμιάματος. Κ' έβλεπες τότε το γλυκύ λευκόν πρόσωπον της μοναχής ως εν μέσω νεφελών εν τοις ουρανοίς.

Εσκέπτετο ότι ο τόνος ούτος ήτο απροσδόκητος εις το στόμα του άγαν τούτου ορθοδόξου μοναχού, του κεκηρυγμένου εχθρού πάσης καινοτομίας. Ήτο απροσδόκητος διότι είχε λογικόν τι και μετριοπαθές, και δεν ωμοίαζε με τον τόνον, ον απήντα εις τα συγγράμματά του, αυτού του Σχολαρίου, εν οις είχε κατενεχθή κατά τον Πλήθωνος, όπως είχεν υπαινιχθή αρτίως ούτος.

Δος αυτό εις τον κύριόν σου, είπε, και αν θέλη να με δεχθή, καλώς. Ο Θεόδωρος έλαβε το πιττάκιον, αλλά δεν εγίνωσκε γράμματα και δεν ηδύνατο ν' αναγνώση την υπό του μοναχού γραφείσαν λέξιν. Εν τούτοις ηναγκάσθη να μεταβιβάση το τεμάχιον του χάρτου προς τον Πλήθωνα. Ο φιλόσοφος δεν ηδυνήθη να καταπνίξη αίσθημά τι συγκινήσεως, ότε ανέγνω την λέξιν εκείνην.

Ο περίφημος χάρτης του από Φερών δημοτικού ψάλτου, και χρυσόδετον βιβλιάριον, η «Συλλογή διαφόρων προρρήσεων». Με τον χάρτην εκείνον ωνειρεύετο εξαπλουμένην πάλιν την φυλήν του, εις δε το βιβλιάριον, οδηγηθείς παρά τινος μοναχού, ανεγίνωσκε χρησμούς και οπτασίας.

Έως εδώ είχε φθάσει εις την αφελή διδαχήν του ο γέρο-Πέτρος. Αίφνης την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γεωργάκης ανεσκίρτησεν, ανεσηκώθη αποτόμως, κ' ήρπασε την χονδρήν ράβδον, αγριελαιίνην ράβδον του γέροντος μοναχού. Ο γέρο-Πέτρος έστρεψε βλέμμα προς αυτόν, και τον είδεν έντρομος. Είχον εξογκωθή βλοσυρά τα όμματά του, αι τρίχες της κεφαλής του εφρικίασαν, και αφήκεν αλλόκοτον φωνήν: — Τι ήρθες εδώ;

Διό και απ' αρχής μέχρι τέλους του ποιήματός μου προσεπάθησα παντί σθένει να διατηρήσω σώαν την διπλήν ιδιότητα και να μη διαζεύξω ποτέ τα στοιχεία τα απαρτίζοντα την ψυχήν του Διάκου, την του μοναχού και την του στρατιώτου.

Εκεί που επερίμενα, είδα και ήλθεν ένας· φως εκρατούσε, κ' ήθελε το μνήμα να τ’ ανοίξη· κι ο κύριος μου ώρμησε με το σπαθί ‘ς το χέρι. Αμέσως έτρεξα κ' εγώ τους φύλακας να κράξω. ΠΡΙΓΚΗΨ Το γράμμα του του μοναχού τα λόγια βεβαιώνει.