United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι οι θεοί δεν ηυδόκησαν να προσημάνωσιν ιδία προς αυτόν την επικειμένην και παρούσαν ήδη καταστροφήν. Μη λησμονώμεν ότι ταύτα συνέβαινον την παραμονήν της κθ' Μαΐου! Και αν έμενε δε εις τον άσυλόν του ο Πλήθων, πάλιν δεν ηδύνατο να έχη την Αϊμάν πλησίον του. Όσον αμυδρόν και αν ήτο το αίσθημα όπερ εμπόδιζε τον Πλήθωνα, αλλ' όμως δι' αυτόν ήτο ισχυρόν. Δεν ηδύνατο, όχι!

Συγχρόνως ο Τρέκλας, ως είδε τον Πλήθωνα εξελθόντα, αφήκε τον κύνα ήσυχον, και ήρχισε να πηδά και να τρέχη διά κωμικών σκιρτημάτων, με τους ραιβούς πόδας του, όπως φθάση εις την θύραν του σπηλαίου. — Άρχων! Άρχων! μην ακούς αυτόν. Στάσου να σου πω. Περίμενε. Είνε ανάγκη. Ξεύρεις από πόσον δρόμον ήρθα με τα στραβά πόδια μου;

Επί τέλους ο Πλήθων ηναγκάσθη ν' απαγορεύση την προσέγγισιν του τυχόντος, και ουδείς ηδύνατο να πατήση τα σύνορα αυτού. Την εκτέλεσιν της διαταγής ταύτης ανέθηκεν εις στρατιωτικόν σταθμόν κείμενον ου μακράν του σπηλαίου. Ο δεσπότης της Πελοποννήσου και πάσα άλλη αρχή ουδέν ηδύνατο ν' αποποιηθή εις τον Πλήθωνα, όστις ιδιώτευε μόνον διότι ούτω ήθελεν.

Ήτο δε αύτη γεγραμμένη μονογραφικώς και συντετμημένως, κατά την συνήθειαν του καιρού εκείνου, και έλεγε: «Γ. Σχολάριος». Ήτο το όνομα του ασπόνδου και θανασίμου εχθρού του Γ. Γεμιστού. Τι παθών άρα ο Γεώργιος ούτος ο Σχολάριος ήλθε να επισκεφθή τον Πλήθωνα; Ο φιλόσοφος εις μάτην διελογίζετο. Δεν ηδύνατο να λύση το αίνιγμα τούτο.

Η περίστασις αύτη επροξένησεν άλλην πάλιν εντύπωσιν εις τον Πλήθωνα. Η κόρη αύτη, διενοήθη ο φιλόσοφος, θέτει το ζήτημα της βιωτικής αυτής ευτυχίας εν δευτέρα μοίρα, μετά την επιθυμίαν όπως μάθη την καταγωγήν της.

Είς τοιούτος επισκέπτης ήλθεν άπαξ πρότινος χρόνου και εύρε τον Πλήθωνα εις το αναχωρητήριόν του. Ο οδοιπόρος ούτος έφερε το καλογηρικόν ένδυμα και είχεν ήθος ταπεινόν και χριστιανικόν. Επαρουσιάσθη εις τα πρόθυρα του αναχωρητηρίου και εζήτησε την άδειαν να επισκεφθή τον Πλήθωνα. Ο Θεόδωρος παρουσιασθείς παρετήρησεν αυτόν μετά περιεργείας.

Ο Τρέκλας επλησίασε δειλώς προς τον Πλήθωνα με το εγκάρσιον κίνημα εκείνο του σώματος, το ομοιάζον τόσον καλώς προς τον κλυδωνισμόν της νηός εν σάλω, και τω είπε μίαν λέξιν μυστικά. Οι χαρακτήρες του Πλήθωνος ηλλοιώθησαν. — Τι λέγεις; είπε. — Είνε αλήθεια, αυθέντα. — Και πώς έγεινε αυτό; — Δεν ειξεύρω. — Ποίος ήλθεν εκεί; — Κανείς. — Πώς έφυγε; — Έφυγε. — Μόνη της; — Δεν ξεύρω. — Πόθεν εξήλθε;

Η Αϊμά κατέστειλεν εν εαυτή το αίσθημα εκείνο, και ουδέν είπε προς τον Πλήθωνα. Αλλ' ο φιλόσοφος ενόησεν εκ των απορηματικών βλεμμάτων της και τη είπεν οίκοθεν ότι έπεμψε τον Πρωτόγυφτον εις το σιδηρουργείον. Την ηρώτησε δε προς τούτοις αν επεθύμει να έλθη και αυτός και τα λοιπά μέλη της οικογενείας μετά του Μάχτου εις την τελετήν του γάμου. Η Αϊμά απήντησε δι' αδιαφόρου νεύματος.

Δος αυτό εις τον κύριόν σου, είπε, και αν θέλη να με δεχθή, καλώς. Ο Θεόδωρος έλαβε το πιττάκιον, αλλά δεν εγίνωσκε γράμματα και δεν ηδύνατο ν' αναγνώση την υπό του μοναχού γραφείσαν λέξιν. Εν τούτοις ηναγκάσθη να μεταβιβάση το τεμάχιον του χάρτου προς τον Πλήθωνα. Ο φιλόσοφος δεν ηδυνήθη να καταπνίξη αίσθημά τι συγκινήσεως, ότε ανέγνω την λέξιν εκείνην.

Αλλ' αν τον εύρισκεν, είνε άδηλον αν θα ετόλμα να εκφράση προς αυτόν την επιθυμίαν της ταύτην. Πιθανώτερον είνε ότι ήθελε σιγήσει. Όσον διά τον Πλήθωνα, ούτος εμερίμα περί του Μάχτου. Επεθύμει να έλθη ως τάχιστα ο νέος Αθίγγανος, όπως απαλλάξη αυτόν της παρούσης βασάνου. Εν τούτοις μετ' ολίγον ήτο μεσημβρία και ο Πρωτόγυφτος δεν εφάνη.