United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και διά νεύματος οδηγουμένη παρά της γραίας, τρεμούσης, θεωρεί και αυτή το ερείπιον φωταγωγημένον. Και αι δύο γυναίκες σταυροκοπούνται επανειλημμένως. — Τα φαντάσματα, μαννού, τα φαντάσματα, κράζει έντρομος η νεάνις. — Τάκουα παιδί μ', μα πρώτη φορά τα βλέπω. Είχε δίκαιο ο άγιος που μου το είπε σήμερα. Πάμε στο σπίτι σας. Τα γόνατά των τρέμουν καμπτόμενα.

Ο δόκιμος απήντησε διά νεύματος ότι δεν είνε καιρός εξηγήσεων τώρα, αλλ' ο γεραρός πρεσβύτης, όστις είχεν επιστρέψει εις το ιερόν βήμα, και εφαίνετο έχων το προορατικόν χάρισμα, έστρεψε την κεφαλήν προς τον δόκιμον και του επέτρεψε διά νεύματος να δώση εξηγήσεις εις τον αδελφόν.

Τότε ο γέρων οικονόμος, διότι αληθώς αυτός ήτο γραμματεύς και αρχοντάρης, εννοήσας ότι επροδόθησαν και βλέπων τον άφευκτον κίνδυνον να καή ζων διά του ελαίου είπε με την ρινόφωνον θλιβεράν φωνήν του, καταστάσαν ήδη θλιβερωτέραν: — Να τα κλειδιά! κ' έδειξε διά νεύματος τον κόλπον του, μη δυνάμενος ν' απλώση την χείρα, δεδεμένος ως ήτο.

Το πλήθος εμειδία μετ' ευμενείας εις την διέλευσιν του Πετρωνίου, καθημένου εν τω φορείω μετά της ευνοουμένης δούλης του. Ο Τιγγελίνος από καιρού εις καιρόν ανεσηκώνετο επάνω εις το άρμα του και ετέντωνε τον λαιμόν του διά να ίδη αν ο Καίσαρ τον εκάλει διά νεύματος. Το πλήθος εχαιρέτα τον Μηνιόν Πιπίνα δι' επευφημιών, τον Βιτέλλιον διά γελώτων, και τον Βατίνον διά συριγμών.

Η ελπίς αύτη θα επραγματοποιείτο ίσως αν δεν είχε προνοήση ο θείος μου Βαρνάβας να παρευρεθή εκεί διά να τον ενθαρρύνη διά νεύματος και της επιδείξεως της άκρας χαρτίου, το οποίον δεν ηδύνατο να είναι άλλο παρά η υποσχεθείσα χάρις.

Μικρόν πριν εισέλθη ο Μανώλης, ιδού τίνες φράσεις διημείβοντο εν τη οικία: — Έννοια σου, κουμπάρε, μην την ακούς αυτή, έλεγε δεικνύων διά νεύματος την σύζυγόν του προς τον Λάμπρον Βατούλαν ο Σπληνογιάννης, τεσσαρακοντούτης, ισχνός, κίτρινος, μ' εσβεσμένα όμματα, προξενών οίκτον.

Η Αϊμά κατέστειλεν εν εαυτή το αίσθημα εκείνο, και ουδέν είπε προς τον Πλήθωνα. Αλλ' ο φιλόσοφος ενόησεν εκ των απορηματικών βλεμμάτων της και τη είπεν οίκοθεν ότι έπεμψε τον Πρωτόγυφτον εις το σιδηρουργείον. Την ηρώτησε δε προς τούτοις αν επεθύμει να έλθη και αυτός και τα λοιπά μέλη της οικογενείας μετά του Μάχτου εις την τελετήν του γάμου. Η Αϊμά απήντησε δι' αδιαφόρου νεύματος.

Το μούτρο της είχε στραβώσει από την νευρικήν προσβολήν, η γλώσσα της εκρέματο έξω του στόματος, κ' εξέπεμπεν ανάρθρους φωνάς. — Πώς σου ήρθε αυτό; την ηρώτησε διά νεύματος μάλλον ή διά της φωνής η Φραγκογιαννού. Η πάσχουσα απήντησε διά γρυλλισμού ουδέν το ανθρώπινον έχοντος. Η Φραγκογιαννού εκάθισε παρά την εστίαν, και ησχολείτο να βράση βότανα διά την πάσχουσαν.

Ότε με είδεν, ηγέρθη, έντρομος, ίνα φύγη, αλλά δι' ελαφρού νεύματος προσεκάλεσα εαυτόν να εισέλθη. Ανασκιρτήσας τότε δι' ενός πηδήματος ευρέθη προ εμού γονυπετής, αλλ' ούτε να με εγγίση ούτε λέξιν να προφέρη, ούτε τους οφθαλμούς να σηκώση ετόλμα ο δυστυχής νεανίας.

Εζήτησε ν' αρχίση ομιλίαν μετ' αυτού, αλλ' ο Βράγγης προφανώς ενύσταζε και δεν είχεν όρεξιν. Τούτο έκρινεν ο Δαρώτας ως κάλλιστον οιωνόν. — Πόθεν ήλθες, ξένε; τω έλεγεν. Ο Βράγγης απήντησε διά νεύματος, ότι ήλθεν από της άλλης άκρας της νήσου. — Και επιστρέφεις τώρα εις τα ίδια; — Ναι. — Τι είχες έλθει να κάμης εδώ; Ο Βράγγης απήντησε διά κινήσεως των ώμων.