United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μην την εξυπνάς . . . Σαν ξυπνήση, ύστερα, να το πιη αυτό. Η γυνή απήντησε διά νεύματος. Η Φραγκογιαννού εξηκοκολούθει να φυσά το πυρ. Η γραία εν αμηχανία, επεθύμει να την ερωτήση και πάλιν πώς ευρέθη εκεί τοιαύτην ώραν, αλλά δεν ετόλμα. Η κόρη της έκαμε κακή λεχωσιά· κ' εφοβείτο μην εξυπνήση έξαφνα και θορυβηθή.

Την αυτήν εσπέραν ο Βινίκιος επιστρέφων εις την οικίαν του, παρετήρησε καθ' οδόν το επίχρυσον φορείον του Πετρωνίου, βασταζόμενον υπό οκτώ Βιθυνών. Διά νεύματος τους εσταμάτησε και επλησίασεν εις τα παραπετάσματα. — Σου εύχομαι όνειρον γλυκύ και αίσιον! ανέκραξε γελών, εις την θέαν του Πετρωνίου κοιμωμένου. — Α! είσαι συ! είπεν ο Πετρώνιος. — Ναι! Ενύσταζα· διήλθον την νύκτα εις το Παλατίνον.

Σωκράτης Η δε αμάθεια τούτων δεν είναι δειλία; — Μετά μεγάλης δυσκολίας εδώ έκαμε νεύμα, ότι το παραδέχεται. Σωκράτης Η γνώσις λοιπόν των φοβερών και μη φοβερών δεν είναι ανδρεία, η οποία είναι εναντία εις την αμάθειαν τούτων; — Εδώ πλέον δεν ηθέλησεν ούτε διά νεύματος να δείξη ότι το παραδέχεται. Εγώ δε είπον·

Το πρόσωπόν του μόνον ωμοίαζε πλέον προς αμνάδος πρόσωπον, επίμηκες και παχύ ως φουσκωμένον. Πλην υπό τας πυκνάς και μεγάλας οφρύς έλαμπον δύο λυγκέως οφθαλμοί, οξύτατοι, υαλιστεροί. Ο λιμενοφύλαξ κυττάζων περιέργως τον ξένον, ηθέλησε διά νεύματος να μάθη παρά του αλιέως τις ήτο: — Από το Προμύρι!

Ιδών αυτήν ο Σαϊτονικόλής, μεταξύ άλλων γυναικών, την εχαιρέτησε φαιδρώς μακρόθεν και την ηρώτησε τι ήθελε στην ξένη γειτονιά, διότι το σπίτι της ήτο στην άκρη του χωριού. Και τι μαθαίνει από τη θυγατέρα της το Μαρούλι, που ήτο στη χώρα. Να μη τύχη και την κρατήσουν εκεί μέσα. Δόξα σοι ο Θεός το χωριό είχε γαμπρούς καλλίτερους κιαπό τη χώρα. Και διά νεύματος έδειξε τον Μανώλην, υπομειδιών.

Ο Μάχτος μόνον την είδε, και ηθέλησε να την εμποδίση διά του νεύματος, αλλ' η νέα απήντησε δι' ετέρου νεύματος επιτακτικού, και ορμήσασα, ήρπασε σιδηρούν τι εργαλείον, όπερ εύρε ψηλαφίνδα, διότι είξευρε καλώς την συνήθη θέσιν αυτού από της ημέρας. Σφίγξασα αυτό με όλην την δύναμίν της εις την παλάμην, ερρίφθη εις την θύραν, όπως ευρίσκετο, ασκεπής, ανυπόδυτος και ημίγυμνος.

Εις το διάστημα τούτο της ελαχίστης αναπαύλας, είς των νεανιών εύρε καιρόν να γελάση με τον μογιλάλον, όστις ίστατο εκεί κρατών τον κενόν ασκόν με βλέμματα ανακριτού: — Γιαν! κιμίκρ! — Κιμίκρ! απήντησε και ο μογιλάλος. Και διά νεύματος και σχήματος ηρώτησεν αν έκαμαν τηγανίτες. — Γιαν! Νά! κιμίκρ! Απήντησεν ο νεανίας.

Εκείνοι έμειναν προς στιγμήν σιωπηλοί, ως να μη ηδύναντο να πιστεύσωσι τα ώτα των, έπειτα αι χείρες όλων υψώθησαν συνάμα και όλα τα στόματα ανέκραξαν: — Ζήθι! ζήθι, αυθέντα! Ζήθι! Ο Βινίκιος τους απέπεμψε διά νεύματος. Εκείνοι δε εξήλθον εν σπουδή ψάλλοντες φαιδρά άσματα.