United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το επί της κεφαλής της Ψαριανής πράσινον μανδήλιον μεταβάλλεται εις κομψόν Σμυρναϊκόν κεφαλόδεσμον, η μαύρη της κόμη μεταβάλλεται εις ξανθήν, και δύο γαλανοί οφθαλμοί προσηλούν επ' εμού απερίγραπτον βλέμμα.

Αίφνης τα άσματα έπαυσαν και υπεράνω της ομηγύρεως εντός κόγχης τινός, σχηματισθείσης διά της εξαγωγής υπερμεγέθους λίθου, εφάνη ο Κρίσπος. Το πρόσωπόν του ήτο πελιδνόν. Όλων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς αυτόν, επί τη προσδοκία λόγων παραμυθίας και ελπίδος.

Ημείς δεν είνε δυνατόν να τους ακούσωμεν, αλλά και αν τους ηκούαμεν δεν ηθέλαμεν ίσως τους εννοήσει. Έχουσι την ευδαίμονα ηλικίαν του ονείρου και της ελπίδος, και πλάττουσι δι' αυτών ακόπως και προχείρως τόσα ωραία πράγματα, και μειδιά το χείλος αυτών το νεαρόν, και ακτινοβολούσιν οι διαυγείς των οφθαλμοί, τους οποίους δεν εθόλωσεν ακόμη της σκέψεως το σύννεφον.

Ήτο τεσσαρακονταετής περίπου την ηλικίαν, έπαιζον δε γοργοί κ' ευκίνητοι οι μαύροι οφθαλμοί του εν αρμονία προς την ηλιοκαυμένην όψιν του και την μαύρην στιλβηδόνα της μαύρης κόμης του. Η χροιά και του προσώπου και των χειρών του ωμοίαζε προς το βαθύχρουν δέρμα κήτους.

Μεταξύ της Αφροδίτης και σου, Λίγεια, σε, ω θεσπεσία, θα εξέλεγον. Ήξευρα, ότι θα σ' επανίδω εδώ. Εν τούτοις, επί τη αφίξει σου όλη η ψυχή μου έπαλλεν εκ νέας χαράς. Οι οφθαλμοί του ηκτινοβόλουν από απεριόριστον χαράν. Την παρετήρει ως να επεθύμει να εμποτισθή όλος από την θέαν της.

Ο Βεδρεδίν έρριξε τους οφθαλμούς του εις εκείνον τον οντά, και είδεν επάνω εις ένα θρονί μίαν ωραίαν κυρίαν, της οποίας η ωραιότης τον έκαμε να μείνη· η ασπράδα της υπερέβαινε το χιόνι· οι οφθαλμοί της ήτον παρόμοιοι ωσάν δύο ήλιοι· είχεν αυτή το πρόσωπον γελούμενον, και εφαίνονταν να δίδη ακρόασιν εις κάποιες ομιλίες, που μία γραία σκλάβα της έκανε.

Δεν τον είδα να γελάση, αλλ', απεναντίας, εμειδία συχνάκις. Το μειδίαμά του όμως εφαίνετο προερχόμενον όχι εξ ευθυμίας, αλλ' εξ αβροφροσύνης και ευγενείας. Δεν εμειδίων ομού με τα χείλη και οι οφθαλμοί του. Διαρκούντος του γεύματος η ομιλία περιεστράφη, ως εικός, εις τα περί της νήσου.

Το πρόσωπόν του και οι ημίκλειστοι οφθαλμοί του εμειδίων, και, στεφανωμένος με χρυσόν, έλαμπε μεταξύ όλων των ανθρώπων ως ο ήλιος ή ως Θεός.

Αλλ' ενώ ονειρεύομαι ταύτα, αλλάσσει η οπτασία, οι οφθαλμοί εκείνοι κλείονται διά μιας, η λευκή όψις ωχριά, το βρέφος δεν αναπνέει, και την βλέπω νεκράν την μητέρα του, νεκράν καθώς την είδα, καθώς την βλέπω διαρκώς ενώπιόν μου έκτοτε! Ω, διατί, το όνειρον δεν επραγματοποιήθη! Διατί; Διότι αι κατηραμέναι μου χείρες εξωλόθρευσαν την ευτυχίαν μου.

Οι χαρακτήρες του είνε ωχρότεροι και ελληνικωτέρου τύπου ή όσον τα ηλιοκαή και ελαιόχρωα πρόσωπα των αξέστων αλιέων οίτινες είναι οι Απόστολοί Του· αλλά καίτοι οι χαρακτήρες ούτοι προφανώς εμαράνθησαν υπό της λύπηςκαίτοι είνε πρόδηλον ότι οι οφθαλμοί εκείνοι, των οποίων το απερίγραπτον βλέμμα φαίνεται ν' αναγινώσκη τα απόκρυφα των καρδιών, συχνά εβράχησαν από δάκρυαόμως ουδείς άνθρωπος του οποίου η ψυχή να μη διεβρώθη υπό της αμαρτίας και ιδιοτελείας δύναται να προσβλέψη άτρομος εις την θείαν έκφρασιν του γαληνίου εκείνου προσώπου.