United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο υπέρ το δέον ομιλητικός, φιλόφρων, ως κομματάρχης προσπαθών να φέρη εις τα νερά του τον σύντροφόν του· ενώ δε αυτός σπανίως έπινε, επρόσφερεν αδιακόπως το ποτήριον γεμάτο εις τον Φλεβάρην, όστις διά να μη προσβάλη τον σύντροφόν του, ουδέποτε ηρνείτο. Μετ' ολίγον το πρόσωπόν του έγεινε κατακόκκινον, οι οφθαλμοί του ήρχισαν να σμικρύνωνται. — Θα τραγουδήσουμε; είπεν εις τον Μάρτην.

Οι οφθαλμοί του εθαμβώθησαν, ιλιγγίασεν, εζαλίσθη, και του εφάνη αίφνης ότι τα ψηφία του αριθμού του εμεγάλωσαν, εξετάθησαν, και εκάλυψαν τέλος όλην την σελίδα του καταλόγου του. Έπειτα εξηκολούθησαν ακόμη να διαστέλλωνται, απεσπάσθησαν του χάρτου, έγειναν κολοσσοί, και ήρχισαν περιπατούντα εντός της αιθούσης, περιστοιχίζοντα αυτόν και μορφάζοντα παραδόξως.

Ειπέ μοι, σε παρακαλώ, πόθεν αυτή σου η παραφορά και οι πλήρεις οργής φλογοβόλοι οφθαλμοί σου; Ποίος σε αδικεί ; Τι ζητείς; θέλεις να έχης ωραίαν γυναίκα; Δεν δύναμαι να σοι την δώσω, αφού, όταν την είχες, κακώς την εφύλαξας.

Ήτον ωραία μελαγχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός, της είχαν βάλει να φυλάη ταμπέλια «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου. Ιδού ει καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί . . . » Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.

Εις τα ώτα της Λιγείας και της Ακτής έφθασαν αι κραυγαί του παιδίου, το οποίον ήρχισε να κλαίη. Οι οφθαλμοί της Λιγείας ήσαν πλήρεις δακρύων. Έλαβε την Ακτήν από της χειρός. — Ας επιστρέψωμεν, είπε. Δεν πρέπει να ελπίζη τις ειμή μόνον απ' εκεί, οπόθεν δύναται να προέλθη η βοήθεια. Εισήλθον εις τον πρόδομον, τον οποίον δεν εγκατέλειψαν πλέον. Ανήσυχοι έτεινον το ους εις τον κρότον των βημάτων.

Η νεάνις κατ' αρχάς εφάνη ολίγον αδύνατος εις τον Πετρώνιον, αλλά θεωμένη εις την στάσιν αυτήν, μέσα εις την λαμπρότητα του κήπου, εφαίνετο ως η ζωντανή εικών της Αυγής, Ω! το ροδαλόν εκείνο και διαφανές πρόσωπον, οι γαλανοί οφθαλμοί, η λευκότης του αλαβαστρίνου μετώπου και τα κατάμαυρα μαλλιά με τας αμβαροειδείς και χαλκόχροας αναλαμπάς, και όλον το εύκαμπτον, το ευκίνητον εκείνο σώμα, το νεανικόν με μίαν νεότητα νέου Μαΐου και άνθους προσφάτως ανοιγέντος!

Η επιμονή του νέου εξήπτε τας ορμάς της· το πρόσωπον της εκοκκίνιζε, τα χείλη της έφρισσον εξ ηδονής, οι οφθαλμοί της ηκτινοβόλουν εξ επιθυμίας, τα μέλη της όλα εσπαρτάριζον κ' έπιπτεν επ' αυτού μετά λύσσης, μουγκρίζουσα και κολλούσα φλογερά φιλήματα επί των ροδινών παρειών και του ευτόρνου τραχήλου του.

Εννοήσας την αδυναμίαν του προς τα πεσκέσια, έσπευδε πάντοτε πάσαν προξενουμένην ζημίαν εις τον ελαιώνα να προαναγγέλλη, ουχί με κενάς τας χείρας, ότε οι οφθαλμοί του Μπάρμπα-Σταύρου λαιμάργως προσατενίζοντες το δώρον, απερρόφων πάσαν αυτού την προσοχήν κλείοντες ιδίως τα ώτα του, εις τα οποία αβλαβώς αντήχει η αναγγελλομένη ζημία.

Διά την Εκάβην; Τι 'ναι η Εκάβη προς αυτόν, ή αυτός προς την Εκάβην, ώστε δι' αυτήν να κλαίη; Και αντο πάθος είχε λόγον και κέντημα, ως εγώ, τι 'θελε κάμη; Θα 'πνιγε την σκηνήν με ποταμούς δακρύων, του κόσμου θα 'σπανε τ' αυτιά με λόγια φρίκης, πταίσταις να τρελλαθούν, αθώοι να κερώσουν, ανήξεροι να σκοτισθούν, και όλην τωόντι τ' αυτιά κ' οι οφθαλμοί την αίσθησιν να χάσουν.

Και ευρέθη, ότι τα ώτα είχον μάλλον δίκαιον παρά οι οφθαλμοί. Πολλαί λέξεις και φράσεις της παρθένου, ας μέχρι τότε εξελάμβανον ως παιδικής αφελείας κυριολεκτήματα, ευρίσκοντο επιδεκτικαί μεταφορικής εξηγήσεως, θαυμασίως καταλλήλου να δώση εις τας εν αις ελέχθησαν περιστάσεις όλως διάφορον και πολύ σπουδαιοτέραν έποψιν.