United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην τούτου οι οφθαλμοί της, οίτινες έβλεπον καλώς, ήθελον συνειθίσει εις το σκότος, και θα υπηρέτουν αυτήν καλλίτερον.

Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85 τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει. εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι, σιμάτον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα προς την φωτιά^ και αυτός σιμάτον στύλον καθισμένος 90 χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση, εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία. κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε· και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της, και πότε δεν τον γνώριζετα ράκη οπού φορούσε. 95 πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε· «Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα! ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης; ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100 ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόντην γην την πατρική του; αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».

Τότε ηθέλησε να γράψη πάλιν προς την σύζυγόν του και να ζητήση συγχώρησιν, αλλ' εστάθη αδύνατον. Ενώ δε ανέμενε τον θάνατον, εξύπνησε μίαν πρωίαν τυφλός. — Οι οφθαλμοί μου είχον εξασθενήσει, είπεν ο Λαλεμήτρος και έχασα το φως μου. — Λαλεμήτρο μου! έκλαυσεν η Θωμαή. — Χειρότερα από θάνατο! εθρήνησε και η γραία, πίνουσα τον καφέ.

Μάτην ώρας πολλάς συνεστέλλετο αλγεινώς ο στόμαχός του και διεστέλλοντο εξ επιθυμίας οι οφθαλμοί του. Πανταχού ερημία και χιών και βορράς. Και τώρα, εν μέσω της ερημίας η όασις εκείνη η μυροβόλος, . . . εν μέσω του ψύχους το θάλπος εκείνο της ευώδους κνίσσης!

Οι οφθαλμοί της Γαλανής επληρώθησαν δακρύων επί τη ιδέα ταυτή.

Αφού μετά των συνήθων τελετών το σώμα του πανευφήμου Λέοντος, πλυθέν δι’ οίνου και ελαίου παρετέθη εις τους σκώληκας προς ευωχίαν, αφού εσιώπησαν οι κώδωνες και εξηράνθησαν οι οφθαλμοί, οι Αρχιερείς, ο κατώτερος κλήρος, οι πρέσβεις του Αυτοκράτορος, οι προύχοντες και άπας ο λαός συνηθροίσθησαν εις την πλατείαν του Αγ.

Το παλαιόν φέσι του περιέδεε μανδήλιον βαμβακερόν, του οποίου αι λευκαί άκραι εκρέμαντο όπισθεν προς προφύλαξιν του ρυτιδωμένου αυχένος του. Υπό το φέσι έλαμπον οι ζωηροί οφθαλμοί του σκιαζόμενοι από δασείας πολιάς οφρύς. Ο ιδρώς έσταζεν από τους κροτάφους του.

Οι οφθαλμοί του ριψοκινδύνου Ρούντυ έλαμπον, ενώ διηγείτο περί της ζωής του κυνηγού, περί της πανουργίας των αιγάγρων και των τολμηρών πηδημάτων των, περί του θυελλώδους Λίβα και των κυλιομένων χιονοστιβάδων. Παρετήρει καλώς, ότι εις κάθε νέαν περιγραφήν πάντοτε εκέρδιζε τον μυλωθρόν υπέρ εαυτού, και ιδίως ότι ησθάνετο ενθουσιασμόν, όταν αυτός του διηγείτο περί των γυπαετών και των σταυραετών.

Ήτο πολύ υψηλός, λιπόσαρκος γέρων, και εις την ζώνην του έφερε μάχαιραν εντός θήκης ορειχαλκίνης. Η κόμη του, ανορθουμένη από έν κτένιον, έκαμε το μέτωπόν του πολύ μακρόν. Οι οφθαλμοί του είχον χάσει το χρώμα των εκ του νυσταγμού.

Ησθάνετο βάρος εις την κεφαλήν, τα ώτα του εβόιζον φρικωδώς, οι οφθαλμοί του ήσαν νωθροί και κάθυγροι εκ του πυρετού. Σιγά σιγά, αργοβατών κατήλθε μετά πολλού κόπου εις το λαγκάδι του Μπάστα.