United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα, όσον προέβαινεν η νυξ, ο βρόμος του πυρός και η λάμψις των καιόντων δαυλών, και το θάλπος το οποίον διέχυνεν η ανθρακιά, ήτο πράγματι ανεκτίμητος παρηγορία, εις την ερημίαν εκείνην, αναμέσον των τόσων ερειπίων. Καθώς εξήλθεν ο Φάλκος έξω εις το ύπαιθρον, αντικρύ της θύρας του οικίσκου είδε να φαίνεται ένα μαύρον πράγμα, το οποίον δεν είχε παρατηρήσει αφ' εσπέρας.

Ο παπά-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον.

Εξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ήτον ήδη μεσημβρία. Ο ήλιος έκαιεν υπεράνω της κεφαλής της άνωθεν της κορυφής του δροσερού πλατάνου. Με όλον το θάλπος του ηλίου, και την φαιδρότητα της ημέρας της μαγιάτικης η εντύπωσις του ονείρου έμεινεν επί μακρόν εις τον νουν της. Της εφαίνετο παράξενον μάλιστα πως, εν ημέρα, είδε τα όνειρα αυτά.

Ταύτα έχουσι το πλεονέκτημα να είνε πρόχειρα και ευθηνά, πολύ όμως απέχει η εξ αυτών νοσηρά διέγερσις από την μακαριότητα εκείνην την οποίαν γενά η περί πολυτελή τράπεζαν σύγχρονος ικανοποίησις όλων ημών των αισθήσεων, το θάλπος της εστίας, η επί των αργυρών και κρυσταλλίνων σκευών αντανάκλασις του φωτός, αι αναθυμιάσεις της ανθοδόχης, το θαλάσσιον άρωμα των οστρειδίων, δύο η τρία ποτήρια γέροντος οίνου και η παρουσία νέας γυναικός της οποίας ανάπτει βαθμηδόν η όψις και σπινθηρίζει το βλέμμα.

Μάτην ώρας πολλάς συνεστέλλετο αλγεινώς ο στόμαχός του και διεστέλλοντο εξ επιθυμίας οι οφθαλμοί του. Πανταχού ερημία και χιών και βορράς. Και τώρα, εν μέσω της ερημίας η όασις εκείνη η μυροβόλος, . . . εν μέσω του ψύχους το θάλπος εκείνο της ευώδους κνίσσης!

Η θέρμη των πληγών, όσας εδέχθησαν οι παλάμαι του υπό του στρόμβου της γελαστής νεάνιδος, ανέδραμε ταχεία εις την καρδίαν του, και το ευχάριστον αυτής θάλπος κατέκλυσε τα στήθη του δι' αρρήτου ευδαιμονίας. Από της ημέρας δ' εκείνης οι στίχοι του Μιμίκου, λησμονήσαντες και αυγερινόν και σελήνην, ήρχισαν ψάλλοντες τον νέον αστέρα της Μαρίας.

Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον Ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε αν και ήσαν κατάκοποι, και αν ενύσταζόν τινες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και του να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις.

Και συ άνοιξε το βιβλίο σου το μουσικό και κελάδει το. Εγώ θ' αρχίσω το «Δούλοι Κυρίου». Κατόπιν εσύ αρχινάς το «Λόγον αγαθόν». Εγώ δεν ήλθα διά τον «Πολυέλεον» ήλθα, διά το «Πεποικιλμένη». Εισήλθομεν εις τον σεπτόν ναΐσκονΒυζαντινόν με χιβάδας και με τοιχογραφίαςκαι αρχίσαμεν τον «Πολυέλεον». Ο κόσμος έτρεξε κατόπιν μας, ήναψαν πολλά κηρία αι γυναίκες, και ηύραν θάλπος και παραμυθίαν.