United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Φάλκος ησθάνετο κάτι ως ελαφρότητα, ως διάθεσιν προς πτήσιν, την οποίαν ποτέ δεν είχε δοκιμάσει εις το χωρίον του, όταν εκυλίετο μέσα εις τα ποτόκια και τ' αυλάκια των λιθοστρώτων στενών δρομίσκων, παίζων ομού με τ' άλλα παιδία.

Καλά, Φαλκάκι μου. Κοιμήσου τώρα, και μεθαύριο, σαν πάμε κάτω, εγώ θα σε φιλέψω πετεινό . . . Τώρα ο Φάλκος ησθάνετο νυσταγμόν, τον οποίον το πριν είχε νικήσει η περιέργεια. Και πάλιν θα επεθύμει να σηκωθή και να εξέλθη, πλην ήρχισε να ζαλίζεται και να ναρκούται από την έφοδον του ύπνου.

Ο Φάλκος διά πρώτην φοράν εύρισκε την ευκαιρίαν αυτήν, να διανυκτερεύση εις το Έρημο Χωριό, χωρίς να είναι πολύς κόσμος, η παρουσία του οποίου θα ήτον ικανή να διώξη τα στοιχειά. Είχε μεγάλην περιέργειαν μεμιγμένην με μεγαλείτερον φόβον, να έβλεπε στοιχειά.

Εκεί επάνω, εις τον κρημνόν, έβλεπε της νεράιδες, ένα πλήθος λευκοφορεμένων γυναικών, που ήσαν πιασμέναι εις χορόν, κ' εχόρευαν «στον καλό τους καιρό», κ' ετραγωδούσαν. — Και τι τραγούδι, έλεγαν, μάνα; ηρώτησεν η μικρά Τσιτσώ, εννέα ετών παιδίσκη, την μητέρα της. — Έλεγαν, κορίτσι μου : «Ακούτε μας· μιλάτε μας· ημείς, καλές κυράδες . . .» — Ήθελα κ' εγώ να τώβλεπ' αυτό, μάνα, είπεν ο Φάλκος.

Μητέρα, είπεν έντρομος· άκουσα έναν πετεινό . . . είναι το ζώδιο του σπιτιού μας! Η μήτηρ του δεν απεκρίθη, εκοιμάτο βαθειά. — Πες μου, μητέρα, επανέλαβεν ο Φάλκος, σείων αυτήν διά να την εξυπνήσηεπειδή ησθάνετο τώρα μεγαλειτέραν ανάγκην συντροφιάς, και προ πάντων της ανθρωπίνης ομιλίαςπες μου, τι πράγμα είχαν σφάξει όταν το έχτισαν αυτό το σπιτάκι; Δεν έσφαξαν πετεινό;

Τώρα, όσον προέβαινεν η νυξ, ο βρόμος του πυρός και η λάμψις των καιόντων δαυλών, και το θάλπος το οποίον διέχυνεν η ανθρακιά, ήτο πράγματι ανεκτίμητος παρηγορία, εις την ερημίαν εκείνην, αναμέσον των τόσων ερειπίων. Καθώς εξήλθεν ο Φάλκος έξω εις το ύπαιθρον, αντικρύ της θύρας του οικίσκου είδε να φαίνεται ένα μαύρον πράγμα, το οποίον δεν είχε παρατηρήσει αφ' εσπέρας.

Έξωθεν της θύρας των ηκούετο ωσάν μούγκρισμα·Μπ! μου! βου! μου! μπου! μου! Ο Φάλκος ανετινάχθη. Η Μαχώ εξαφνίσθη εις τον ελαφρόν ύπνον της. — Παναγία μου! τι είναι; Εις την επιφώνησιν της Μαχώς, απήντησε καγχασμός, όστις όμως ουδόλως καθησύχασε την γυναίκα. Πολλά φαντάσματα της νυκτός, καθώς και οι νεράιδες την ημέραν, είχον ακουσθή κατά καιρούς υπό πολλών να γελούν θορυβωδώς.

Η Μαχώ δεν εύρε ψυχήν εις το Έρημον Χωρίον. Ενύκτωνεν ήδη, η πανσέληνος ήτον περασμένη, και η σελήνη θ' ανέτελλε δύο ή τρείς ώρας νύκτα. Άλλως, ο Φάλκος επεθύμει να διανυκτερεύση εις το άγριον μέρος, κ' επέμενε να μείνωσιν.

Αλλ' ο Φάλκος, παραδόξως, μέσα εις τον φόβον του εγέλασε. — Αν είναι στοιχειό, είπε, θα μοιάζη με τον εξάδελφό μου το Σταμάτη . . . Τω όντι είχεν αναγνωρίσει την φωνήν και τον γέλωτα του ομήλικος εξαδέλφου του. — Βρε παιδί, παλάβωσες, θα τους σκιάξης . . . θα κοπή το αίμα τους, απήντησε φωνή έξωθεν εις τον ακουσθέντα καγχασμόν. Δεύτερος γέλως αντήχησεν, είτα δροσερά, νεανική φωνή είπε·

Μητέρα, τι πράμμα είν' αυτό που κάνει τακ, τακ, στη θάλασσα, κάτω; Μην είναι κανένα στοιχειό; Η Μαχώ εσάλευσεν, έτριψε τα μάτια της και είπεν·Είν' ο Καλαφάτης, παιδί μου. Κ' έκαμε να γυρίση από το άλλον πλευρόν. — Και τι πράμμα είν' ο Καλαφάτης; επανέλαβεν ο Φάλκος. Η Μαχώ εχασμήθη, έκλεισε τα μάτια, και δεν απήντησεν. Ο Φάλκος επέμεινε.