Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Πάραυτα, αφού είπε το «Κοιμήσου, παιδί μου», απεκοιμήθη πάλιν, ο δε Φάλκος και πάλιν έσπευσε να εξέλθη. Μεσονύκτιον ήτον ήδη, και η σελήνη είχεν ανατείλη προ πολλού. Ο Φάλκος, όταν εξήλθε το δεύτερον έξω, έρριψε ξύλα εις την φωτιάν, διά να μη σβύση, επειδή μεγάλως τον έτερπε και τον εγοήτευε το πυρ, εις την σιγήν και την γαλήνην της νυκτός, εις το μέσον των ερειπίων.
Καθώς εξήλθεν εις το ύπαιθρον ο Φάλκος, κατ' αρχάς εστράφη οπίσω προς την θύραν του οικίσκου την οποίαν αφήκεν ανοικτήν, και ηκροάτο διά ν' ακούση την αναπνοήν της μητρός του κοιμωμένης.
Η Μαχώ εξύπνησε, και ανεσηκώθη επί της μαλλίνης τσέργας, εφ' ης ήτο πλαγιασμένη, — Τι έχεις, παιδί μου, και δεν κοιμάσαι είπε. Δεν έχεις ύπνο; — Όχι, όχι . . . είπεν ο Φάλκος. Άκουσα έναν πετεινό. — Πού τον άκουσες; — Εδώ έξω. — Στο καλύβι της Κοκκινίτσας θα λάλησε . . . Έχει ένα σωρό πετεινάρια . . . θέλεις να σου αγοράσω ένα αύριο και να σου το σφάξω την Κυριακή . . . — Ακούς εκεί; Μακάρι . . .
— Καλώς σας ηύραμε! . . . Για χατήρι σας, κόντεψαν να μας φάνε τα στοιχειά! Ο Φάλκος ηρώτησε την μάμμην του· — Ξέρεις να μου πης, μάνα, τον καιρόν που έκτιζαν αυτό το σπίτι, τι είχαν σφάξει στα θεμέλια; . . . Μην έσφαξαν πετεινό; . . . Γιατί άκουσα έναν πετεινό να μιλή, πολυώρα . . . Η γρηά Φαλκίτσα απήντησεν ευθύμως·
Ο Φάλκος ενθυμήθη τας διηγήσεις των παιδίων, τας παραδόσεις όσας είχον παραλάβει από τας γραίας προμήτορας σχετικώς με τα «ζώδια» των οικιών, τα εμφανιζόμενα κάποτε την νύκτα. Τότε, αν και η μάμμη του τον είχε βεβαιώσει ότι τα ζώδια ταύτα δεν ηδύναντο να βλάψουν, ησθάνθη αληθή τρόμον, έτρεξεν, εισήλθεν εις την θύραν έσωθεν, έκαμε τον σταυρόν του κ' επλάγιασε πλησίον της μητρός του.
Έψησε καφέ διά τον Φάλκον της, τον καλομαθημένον, είτα εμαγείρευσε φαγητόν από τομάτες και κρόμμυα με λάδι. Αφού έφαγαν, εκλείσθησαν εις τον οικίσκον διά να κοιμηθούν. Η Μαχώ ήτον κουρασμένη, και δεν άργησε ν' αποκοιμηθή. Ο Φάλκος όμως έκαμε τον ψόφιον κατ' αρχάς κι' άρχισε να ροχαλίζη. Άμα ενόησεν ότι η μητέρα του είχεν αποκοιμηθή, εσηκώθη, κι' άνοιξε την πόρταν.
Την στιγμήν εκείνην, ο Φάλκος ήκουσε λάλημα πετεινού, το οποίον δεν εφαίνετο να είναι από πολύ πλησίον, αλλ' ούτε και μακρόθεν.
Εκεί δίπλα, είδε την ανταύγειαν των κανδηλίων του εκκλησιδίου, τα οποία είχεν ανάψει ενωρίς η μήτηρ του. Ο Φάλκος, προέκυψε κ' εκύτταξε διά της υάλου του παραθύρου.
Ανάμεσα εις τον ρόχθον εκείνον των θαλασσών, ξεχώριζε κάτι ως δούπος, ως κτύπος σφύρας, μονότονον και ρυθμικόν, επίμονον όπως το άσμα του τέττιγος και το λάλημα των στρουθίων. Ο Φάλκος, όσον και αν εβασάνιζε τον νουν του, δεν ενόει τι πράγμα ήτον ο συνεχής εκείνος κρότος. Ανυπόμονος επανήλθεν εις την οικίαν διά να ερωτήση την μητέρα του. Την έσεισε διά να την εξυπνήση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν