United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγνώριζε φαίνεται και αυτή τα κατά την γέννησίν μου και τον παρακολουθήσαντα αυτήν πάταγον, διότι άφωνος και συνεσταλμένη έμεινε θεωρούσα με εφ' ικανά δευτερόλεπτα, και το προς την θύραν τρεπόμενον ελαφρόν και υπόπτερον αυτής βήμα ανεστάλη αποτόμως. — Τι κυττάζεις, Μαρία; ηρώτησεν αυτήν αυτάρεσκον μειδιώσα η κυρία της. — Αχ! πόσαι μετοχαί! εψιθύρισε περιπόρφυρος εξ ηδονής η θαλαμηπόλος.

Προ του κελλίου είχε πέσει φονευθείς είς Τούρκος στρατιώτης· επειδή δε τα πολεμοφόδια των υπερασπιστών του κελλίου επλησίαζον να εξαντληθώσιν, ήνοιξαν την θύραν επί μίαν στιγμήν και έσυραν μέσα τον νιζάμην, επί του οποίου εύρον πυριτιδοβολάς τινας και δοχείον εκ λευκοσιδήρου περιέχον καφέ και ζάχαριν.

Ο Τρανταχτής δεν ωμίλησεν· έμεινε με το στόμα κεχηνός, βλέπων προς την θύραν του παραπήγματος, ο δε Κατούνας, όστις είχεν ανοίξει την στιγμήν εκείνην τον κρουνόν του βαρελίου, έχυσεν αρκετόν ρεύμα οίνου εκτός της φιάλης, κάτω εις το έδαφος, διότι έστρεψεν ακουσίως το πρόσωπον προς τον θόρυβον.

Ο Ζάχος συνωφρυώθη και δεν είπε τίποτε. Η Μαλάμω έσφιξε πάλιν αυτόν επί της καρδίας της, προσβλέπουσα με βλέμμα παρακλητικόν την Παναγίαν μικρού εικονισματίου, εις μίαν γωνίαν του οικίσκου ανηρτημένου και τον ώθησε προς την θύραν. — Μα για στάσου, στάσου! εφώναξεν αίφνης, μειδιώσα. — Τ' ένε; ηρώτησεν ο Ζάχος, ιστάμενος. — Δέσε καλά το πόσι σου, καϋμένε!

Τούτο το θέαμα μ' εγοήτευσεν· εκάθησα επί ενός αρότρου, που έκειτο απέναντι, και με πολλήν ευχαρίστησιν εζωγράφιζα την στάσιν των μικρών αδελφών, επρόσθεσα και τον πλησίον φράκτην, την θύραν μιας σιταποθήκης και μερικούς σπασμένους τροχούς αμάξης, όλα όπως εύρίσκοντο το ένα πίσω από τ' άλλο. και μετά παρέλευσιν μιας ώρας ηύρα ότι είχα κάμει εικόνα καλά διαταγμένην και πολύ ενδιαφέρουσαν, χωρίς το ελάχιστον εκ μέρους μου να προσθέσω.

Κατά τους χρόνους εκείνους της αβεβαιότητος και της τρομοκρατίας, οι απεσταλμένοι του είδους τούτου ήσαν πολλάκις άγγελοι θανάτου. Όταν ο εκατόνταρχος έκρουσε διά του ρόπτρου την θύραν του Αούλου, και ο επιστάτης του ατρίου ανήγγειλε την παρουσίαν στρατιωτών, φόβος κατέλαβε την οικίαν. Όλη η οικογένεια περιεκύκλωσε τον γέροντα στρατηγόν, διότι όλοι είχον πεποίθησιν, ότι αυτός κυρίως ηπειλείτο.

Ακούς είντα σου λέω; Ο Μανώλης κατένευσε δυσθύμως, ενώ δε ο Θωμάς επταρνίζετο, αντήλλαξε βλέμμα απελπισίας με την Πηγήν. Έπειτα, ως αποσβολωμένος, διηυθύνθη με βήμα διστακτικόν προς την θύραν, οπού, ως τελευταίαν απώθησιν, εδέχθη κατά νώτα μίαν ακόμη πικράν φράσιν του γέροντος: — Κι' ο κύρης σου, άνε μάθη πως παραθεσμάς τη δουλειά σου, πολύ θα του κακοφανή.

Θυμούμαι 'γώ εδά και τόσους χρόνους είντα 'κανε ο πάσα είς; είπε με δυσφορίαν ανθρώπου αναγκαζομένου να ψευσθή. — Εγώ 'νόμιζα, σιορ Γιωργάκη, είπεν ο Σμυρνιός, στραφείς από την θύραν όπου έπλυνε τους ναργιλέδες του, πως στα 21 ήσουνε μικρός. — Εγεννήθηκα το μεγάλο σκοτίδι· λογάριασε· 1797 ως τα 1821 πόσα έχομε; — Εικοσιτέσσερα. Ώστε ήσουν εικοσιτεσσάρω χρονώ; — Σωστά.

Σου δίνω το λόγο μου, κουμπάρε, είπεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Τι να τον κάμω το λόγο σου, κουμπάρε; είπεν ο Μανώλης· καλλίτερα είχα να μου έδινες τα παληά τα τσαρούχια σου. Ο Γιάννης της Χρυσάφους, κύψας, έλυσεν από των ποδών τα πέδιλα, και ορθωθείς σοβαρώς τα προσέφερεν εις τον Μανώλην. — Πάρ' τα, κουμπάρε! Τα απέθηκεν επί της τραπέζης, και είτα, γυμνόπους, εστράφη προς την θύραν να εξέλθη.

Βοήθεια! εκραύγασεν εκείνος εγειρόμενος, και προσεπάθησε να κινηθή προς την θύραν του σχολαρχείου. Αλλά την δεξιάν χείρα του πατρός Σοφή παρηκολούθησε ταχεία η αριστερά, και ταύτην εκείνη, και εκείνην πάλιν η άλλη, και δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν πού ήθελε φθάσει η φοβερά εκείνη εκδίκησις, αν σχολάρχης και διδάσκαλοι και κλητήρες δεν επλήρουν εντός ολίγου την παράδοσιν.