Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουλίου 2025


Όταν εν τη ρύμη του λόγου τον ηρώτησα τι φρονεί περί του κόμματος των λεγομένων νεοτούρκων εν Κωνσταντινουπόλει, εγερθείς έκλεισε την θύραν του δωματίου.

Έπειτα εστάθη προς μικρόν, επέστρεψε πάλιν εις την θύραν του κοιτώνος, έκλεισεν αυτήν ως και την άλλην θύραν του δωματίου του, την φέρουσαν εις τον διάδρομον, και ελθών εκάθισε προ του τραπεζίου του, εις ου τον σύρτην έσπευσε να κρύψη το βιβλίον. — Δεν πιστεύω, είπε καθ' εαυτόν, να ζητήση ως το βράδυ το βιβλίον της η Ελένη.

Ο Σαμμαΐ ορθώς απεφαίνετο μόνον καθ' όσον έβλεπεν ότι το πνεύμα της Μωσαϊκής νομοθεσίας δεν καθίστα το διαζύγιον δικαιολογήσιμον εν τω κριτηρίω της συνειδήσεως πλην εν περιπτώσει καταφώρου ανηθικότητος· ο Ιλλήλ ορθώς έκρινεν εφ' όσον έβλεπεν ότι ο Μωυσής είχεν αφήσει μίαν θύραν ανοικτήν διά το διαζύγιον εν τω κριτηρίω του δημοσίου εις μικροτέρας περιπτώσεις παρ' αυτάς.

Ποίος να ήτο; Το μονύδριον ήτο διαλελυμένον από τον καιρόν της Αντιβασιλείας, ο ναΐσκος έμενεν έρημος. Ο Αγάλλος δυνατόν να ήτο ελαφροΐσκιωτος, αλλ' ήτο και σαββατογεννημένος και δεν εφοβείτο. Επλησίασεν εις την θύραν του μονυδρίου, εισήλθεν εις τον περίβολον, διέβη την αυλήν και εισήλθεν εις τον ναόν.

Ο Ούρσος έκλινε μέχρι των ποδών του Αποστόλου, έπειτα αναγνωρίσας τον Βινίκιον, έλαβε την χείρα του και την έφερεν εις τα χείλη του. — Ήλθες, αυθέντα! Ευλογητόν το όνομα του Χριστού διά την χαράν, την οποίαν θα λάβη η Γαλλίνα! Ήνοιξε την θύραν και εισήλθον. Ο Λίνος ασθενών έκειτο επί αχυρίνης στρωμνής με το πρόσωπον κάτισχνον και το μέτωπον κάτωχρον.

Αλλά την αυγήν όταν έπαυσαν, εμείς ανέβημεν εις το νησί εκείνο το ακατοίκητον και δεν είδαμεν άλλο εκεί παρά σπήλαια μεγάλα και φοβερά εις την θεωρίαν και πλησιάσαντες εις την θύραν ενός σπηλαίου, ηκούσαμεν μέσα μίαν βοήν, και ηχολογήν φοβερά, ώστε μας εβίασεν ο φόβος να φύγωμεν ογλήγορα· και αναχωρούντες απ' εκείνο το νησί, εις την αναμεταξύ οδοιπορίαν παρετηρήσαμεν ένα παράδοξον συμβάν· ήγουν αρμενίζοντας ημείς εις τα πέλαγος είδαμεν μακρόθεν ένα μεγαλώτατον κήτος και εκατάπινεν ένα πλοιάριον από το μέρος της πρώρας· τα κουπιά όμως το κατάρτι και τα σχοινιά του επεριπλέχθησαν εις το στόμα και τα δόντια του κήτους και δεν ημπορούσε να το καταπίη ολόκληρον· ως τόσον οι άνθρωποι από τον φόβον τους άρχισαν να φωνάζουν προς ημάς· «βοήθεια, αδελφοί, σπεύσατε διά να μας ελευθερώσητε».

Αυτός ο στοχασμός άρεσε του Κουλούφ, και του έδωσε κάποιαν χαροποίησιν, και αφού απεφάσισαν να ακολουθήσουν έτσι, απέρασαν το επίλοιπον της ημέρας και όλην την νύκτα αγαλλιώμενοι και έκθαμβοι διά το γραπτόν τους. Μα ευθύς που έγινεν ημέρα εσυγχύσθηκε πάλιν η χαροποίησίς τους. Οι άνθρωποι του Κατή, φερμένοι από τον Ταχέρ, ήλθαν και εκτύπησαν την θύραν του οντά του λέγοντες.

Καθ' εκάστην αποβάλλεις μέρος της ευαισθησίας σου και της ικανότητος προς συγκίνησιν και χαράν. Τα χασμήματα υπερισχύουν και πάλιν και ο καθημερινός βίος σε φαίνεται όπως πριν πεζός, πληκτικός, μονότονος και ανούσιος ως νερόβραστος κολοκύνθη. Ουδ' υπάρχει ελπίς να γευθής και πάλιν την ηδονήν να είσαι ζωντανός, εκτός αν ευτυχήσης να κρούσης και δευτέραν φοράν εις του Πλούτωνος την θύραν.

Οι δύο κύριοι, ο Αουδράνος και κάποιος Ν. Ν. — ποιος ενθυμείται όλα τα ονόματα! — οι οποίοι ήσαν χορευταί της εξαδέλφης και της Καρολίνας, μας υπεδέχθησαν παρά την θύραν της αμάξης, επήραν τις ντάμες των και εγώ ωδήγησα την ιδικήν μου.

Καθώς εξήλθεν εις το ύπαιθρον ο Φάλκος, κατ' αρχάς εστράφη οπίσω προς την θύραν του οικίσκου την οποίαν αφήκεν ανοικτήν, και ηκροάτο διά ν' ακούση την αναπνοήν της μητρός του κοιμωμένης.

Λέξη Της Ημέρας

χαίνω

Άλλοι Ψάχνουν