United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά την αυγήν όταν έπαυσαν, εμείς ανέβημεν εις το νησί εκείνο το ακατοίκητον και δεν είδαμεν άλλο εκεί παρά σπήλαια μεγάλα και φοβερά εις την θεωρίαν και πλησιάσαντες εις την θύραν ενός σπηλαίου, ηκούσαμεν μέσα μίαν βοήν, και ηχολογήν φοβερά, ώστε μας εβίασεν ο φόβος να φύγωμεν ογλήγορα· και αναχωρούντες απ' εκείνο το νησί, εις την αναμεταξύ οδοιπορίαν παρετηρήσαμεν ένα παράδοξον συμβάν· ήγουν αρμενίζοντας ημείς εις τα πέλαγος είδαμεν μακρόθεν ένα μεγαλώτατον κήτος και εκατάπινεν ένα πλοιάριον από το μέρος της πρώρας· τα κουπιά όμως το κατάρτι και τα σχοινιά του επεριπλέχθησαν εις το στόμα και τα δόντια του κήτους και δεν ημπορούσε να το καταπίη ολόκληρον· ως τόσον οι άνθρωποι από τον φόβον τους άρχισαν να φωνάζουν προς ημάς· «βοήθεια, αδελφοί, σπεύσατε διά να μας ελευθερώσητε».

Με εδίδαξαν την Αριθμητικήν, την Μαθηματικήν, την Αστρολογικήν, την Φιλοσοφίαν, την Ιατρικήν και την Θεολογίαν· εις τες οποίες επιστήμες επρόκοψα τόσον, που εις ολίγον καιρόν απόκτησα μεγαλώτατον όνομα. Δεν ήμουν ακόμη εις ηλικίαν είκοσι χρονών, και το όνομά μου έγινεν ακουστόν έως τες Ινδίες.

Τότε ο αυθέντης μου μανθάνοντας την τοιαύτην μου επιτηδειότητα, μου έδοσεν ένα δοξάριον και σαΐτας, και με επρόσταξε να καβαλλικεύσω εις τα οπίσθια του Ελέφαντος, εις τον οποίον ήτον αυτός καβαλλάρης· και με έφερεν εις ένα δάσος δέκα μίλια μακράν της πόλεως, το οποίον δάσος ήτο βαθύτατον και μεγαλώτατον, και μέσα εις αυτό ευρίσκοντο πλήθος ελέφαντες άγριοι.

Και φθάνοντες εκεί έξω από την πολιτείαν επάνω εις ένα λόφον, ο οποίος ήτον μακρύς έως δύο μίλια και έφθανεν έως το παραθαλάσσιον, τότε εσήκωσαν μίαν μεγάλην πέτραν, που εσφάλιζε την θύραν, ή να ειπώ το στόμα του τάφου και εκατέβασαν πρώτον το λείψανον της γυναικός εις το ξυλοκρέββατον μέσα εις εκείνο το βαθύτατον πηγάδι που εσυνέχετο με ένα πλατύτατον υπόγειον, έπειτα ο άνδρας αποχαιρετήσας όλους τους παρεστώτας, θρηνώντας και οδυρόμενος μετά πικρών δακρύων, εμβήκε, μόνος εις το ξυλοκρέββατον εις το οποίον έβαλον και ένα αγγείον με νερόν με επτά μικρά ψωμιά, διά να παρηγορήση την πείναν και δίψαν του εις τας ολίγας ημέρας, που έμελλε να ζήση εις εκείνο το υπόγειον· και ύστερα τον κατέβασαν και αυτόν εις τον τάφον, ή να ειπώ καλύτερα τον εκρέμασαν με το ξυλοκρέββατον έως που έφθασε κάτω και μετά ταύτα εσφάλισαν το στόμα του πηγαδιού εκείνου με ένα μεγαλώτατον λίθον, και ανεχώρησε καθένας εις το σπήτι του.

Πλησιάζοντας τέλος πάντων η αυγή, βλέπω να τρέχουν από την χώραν όλοι οι περίεργοι, και να έρχωνται προς το σπήλαιον. Εγώ ευθύς εσηκώθηκα, και έτρεξα προς την πόρταν, διά να μην ήθελα ήμουν από τους ύστερους εις το να έμβω· αρχινούσαν τότε τα άστρα να χάνωνται από ολίγον κατ' ολίγον οπόταν εις μίαν στιγμήν, η πόρτα, που ήτον από ξύλον της Ινδίας, ανοίγει μοναχή της με ένα μεγαλώτατον κτύπον.

Ω Μουσουλμάνε φίλε, εφώναξεν ο Αφρικός, σου ομολογώ μεγαλώτατον χρέος· ήξευρε ότι ο απεθαμμένος που βλέπεις υποκάτω εις τούτον τον πύργον, είναι ο προφήτης Σολομών, του οποίου θέλω να κυριεύσω την Βούλλαν, διατί με αυτό το μέσον γίνομαι αυθέντης όλου του κόσμου, και εσένα ύστερα θέλω σου ανταμείψει μεγάλως την δούλευσίν σου.

Και κατά αλήθειαν από τότε μου απερνούσε πολύ χρυσίον και αργύριον διά κάθε μου χρείαν· εφαινόμουν πλέον πλούσιος από εκείνο που πρώτα ήμουν, και έξω από αυτό, είχεν αυτή προς εμένα ένα μεγαλώτατον θάρρος, και δεν έκανε τίποτε αν δεν το εφανέρωνε πρώτον εμένα. Και με τούτον τον τρόπον εζήσαμεν διά πολλούς χρόνους.

Μισεύοντας το λοιπόν και οι τρεις απάνω εις τρία καλά άλογα, επεριπάτησαν όλην εκείνην την νύκτα χωρίς να σταματήσουν πουθενά, και εις τα ξημερώματα εξεπέζευσαν διά να αναπαυθούν εις ένα μεγαλώτατον λειβάδι, στολισμένον με πολυποίκιλα λουλούδια, που έδιδαν μεγάλην ηδονήν εις την όρασιν, και άκραν ευχαρίστησιν εις την όσφρησιν· εις δε το τέλος του λειβαδιού, ήτον ένα παλάτι θαυμασιώτατον, με ένα περιβόλι πολλά ωραίον, και κοντά εις αυτό έτρεχεν ένα κρυσταλλώδες νερόν.

Και την αυγήν, ευθύς που εξημέρωσε, το όρνεον επέταξε και με εσήκωσε μαζί του έως τα σύγνεφα του ουρανού, τόσον που δεν έβλεπα πλέον την γην και πάλιν εκατέβη με τόσην ταχύτητα που δεν αγροίκησα ποσώς. Όταν εκάθησεν εις την γην, εγώ ευθύς έλυσα το ζωνάρι μου από τον πόδα του και έμεινα λυτός. Τότε το όρνεον άρπαξε με την μύτη του έναν μεγαλώτατον όφιν δράκοντα και επέταξεν.