United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά πώς εζήσαμεν; Προ δύο εβδομάδων συνώδευσα εις τον τάφον τον νεκρόν γέροντος φίλου μου• τον βαθύπλουτον τούτον έμπορον, όστις αφήκεν εκατομμύρια εις τους κληρονόμους του, τον ενθυμούμαι πωλούντα πλακούντια εις τας αμόρφους έτι οδούς της Σύρου• τα δε πλακούντια τα κατεσκεύαζεν η ωραία σύζυγός του, κόρη μιας των επισημοτέρων της Χίου οικογενειών.

Όσοι προσέφυγον εις Ρωσσίαν ή Ιταλίαν ή αλλαχού, εντός κοινωνιών ευπορουσών, δεν είχον ν' αντιπαλαίσωσι προς ομοίας δυσκολίας, όπως διά του ιδρώτος κερδίζωσι τον επιούσιον άρτον. Αλλ' εις την Ελλάδα, οποίαν ηδύνατο να έχη ο κόπος αξίαν, ότε πάντες ήσαν πένητες και πειναλέοι; Και όμως εζήσαμεν!

Και κατά αλήθειαν από τότε μου απερνούσε πολύ χρυσίον και αργύριον διά κάθε μου χρείαν· εφαινόμουν πλέον πλούσιος από εκείνο που πρώτα ήμουν, και έξω από αυτό, είχεν αυτή προς εμένα ένα μεγαλώτατον θάρρος, και δεν έκανε τίποτε αν δεν το εφανέρωνε πρώτον εμένα. Και με τούτον τον τρόπον εζήσαμεν διά πολλούς χρόνους.

Επί έν έτος και οκτώ μήνας εζήσαμεν κατ' αυτόν τον τρόπον. Την δε πέμπτην ημέραν του ενάτου μηνός κατά το δεύτερον του στόματος άνοιγμαδιότι το κήτος ήνοιγε μίαν φοράν κάθε ώραν το στόμα του, ώστε από τα ανοίγματα εσυμπεραίναμεν τας ώραςκατά το δεύτερον λοιπόν, ως είπα, άνοιγμα, έξαφνα ηκούσθη βοή μεγάλη και θόρυβος και ως ναυτικά παραγγέλματα και κωπηλασίαι.

Και του λοιπού εζήσαμεν ως εξής• άμα εφθάναμεν εις κανέν πανδοχείον, έπαιρνε τον μοχλόν της θύρας, την σκούπαν ή το γουδοκόπανον, το ένδυνε με φορέματα και με μίαν επωδήν το έκανε να περιπατή και να φαίνεται ως άνθρωπος.

Αφού και εζήσαμεν με τούτον τον τρόπον πολύν καιρόν εις την Δαμασκόν μας ήλθε στοχασμός διά να ταξειδεύσωμεν.

ΔΙΟΓ. Οποίοι ημείς υπήρξαμεν και πώς εζήσαμεν, πολύ καλά γνωρίζεις, ω Φιλοσοφία, και δεν είνε ανάγκη να το αναφέρω.

Και μου φαίνεται ότι τον ακούω επιλέγοντα την συνήθη του φράσιν, όποτε ήτο περί επαναστατών ο λόγος,― Επήραν το Γένος εις τον λαιμόν των! Και παρήλθεν ούτω το θέρος, μετά δε το θέρος ήλθε το φθινόπωρον, και διεδέχθη το φθινόπωρον ο χειμών. Πώς διήλθον οι δέκα μήνες εκείνοι, καθ' ους εζήσαμεν μεταξύ σφύρας και άκμονος, λησμονούντες την διάρκειαν της χθες εν τη προσδοκία της αύριον;

Εις θέσιν δε προέχουσαν επί μιας των πλευρών του σταύλου, εύρομεν άχυρον, το οποίον εστρώσαμεν κατά γης, διά να μη κατακλίνωνται επί του βορβορώδους εδάφους αι γυναίκες και τα παιδία. Και εζήσαμεν ούτω τέσσαρας νύκτας και τέσσαρας ημέρας! Εκ του κρυψώνος μας ηκούομεν έξω συχνάκις τας κραυγάς των Τούρκων και οιμωγάς των Χριστιανών, πότε μακράν και άλλοτε πλησίον.

Δεν 'σου περιγράφω λεπτομερώς τα του χειμώνος μας, διότι τι νέον δύνανται να αναγγείλωσιν οι δύο μόλις βαθμοί ψύχους, τους οποίους εζήσαμεν ημείς, εις τους είκοσι, τους οποίους έζησες συ; Τα συνάχιά μας και τους βήχας μας και τας πορφυράς μας ρίνας τα είχατε, υποθέτω, και σεις πολύ αφθονώτερα και ποικιλώτερα, και ουδεμίαν επομένως θα έχης διάθεσιν να μάθης, ποσάκις επταρνίσθην κατά τον παρελθόντα μήνα, και πώς βασανίζομαι να θεραπεύσω τας χιονίστρας των χειρών μου.