United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν ποίον εκ των δύο θα εδέχεσο άραγε, να έχης πόδας που χωλαίνουν εκουσίως ή δε ακουσίως; Ιππίας. Εκουσίως. Σωκράτης. Η χωλότης δε των ποδών δεν είναι κακία και ασχημία; Ιππίας. Μάλιστα. Σωκράτης. Και πάλιν; Η αμβλυωπία δεν είναι κακία των οφθαλμών; Ιππίας. Βεβαίως. Σωκράτης.

Αλλοίμονο σ' εσένα, κυνηγέ, και τρισαλλοίμονό σου. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά. — Κι' αν έχης αδέρφια και ξαδέρφια, χαρά σ' εμένανε, να τρέξη το αίμα μου ποτάμι στην ποδιά σου... Τότε τα δυο τα χείλια της βοσκοπούλας του είπανε πάλι με τρομάρα: — Φύγε, κυνηγέ, από σιμά μου... Και τα δυο της τα μάτια του είπανε με λαχτάρα: — Έλα, κυνηγέ, και πέσε στην αγκαλιά μου.

Αραδαριά θα βρης εκεί τον κάμπο να γιομίζουν Χιλιάδες βασιλόπουλα, χιλιάδες παλληκάρια. Που πολεμούν με μάνιτα, που αμάχονται με δίψα, Όποιος αξιώτερος φανή 'ςτό κάστρο να πηδήση Την κόρη την Πεντάμορφη δική του να την κάμη. Αν έχης λιονταριού καρδιά και σιδερένια στήθεια. Κι' αν θα φανής αξιώτερος και μείνης μοναχός σου.

Άραγε, καλέ Θεόδωρε, και όταν υπάγης εις την Λακεδαίμονα και επισκεφθής τας παλαίστρας, θα έχης την αξίωσιν να βλέπης άλλους γυμνούς, μερικούς με ελεεινά σώματα, και συ δεν θα ξεγυμνωθής διά να δείξης το σώμα σου; Θεόδωρος.

Εκτίμα ό,τι έχεις· συνήθως απολαμβάνομεν ενός αγαθού όταν δεν δυνάμεθα να το εκτιμήσωμεν, και το εκτιμώμεν, όταν δεν δυνάμεθα να το απολαύσωμεν. Ό,τι έχεις είνε πάντοτε αγαθόν, αρκεί να γνωρίζης πώς να το έχης.

Τι θέλεις λοιπόν να προτιμήσω; Να δεχθώ την απόφασίν σας και να σιωπήσω ή κατά μίμησιν του Ιμεραίου ποιητού να γράψω νέον έργον αναιρούν το πρώτον; ή θα μου επιτρέψετε να εφεσιβάλω την απόφασιν; ΠΟΛ. Διατί όχι, αν έχης να φέρης δικαίας παρατηρήσεις; Διότι δεν έχεις να κάμης με αντιδίκους, ως λέγεις, αλλά με φίλους. Εγώ δε είμαι πρόθυμος και ως μάρτυς να σου χρησιμεύσω.

Υποθέτω, ότι θα έχης την φυσικήν και πατριωτικήν περιέργειαν να την αναγνώσης· επειδή δε μου είνε αδύνατον να την αντιγράψω ολόκληρον εντός επιστολής, σου μεταδίδω μόνον την αρχήν της. «Αφιππεύοντες», λέγουσιν οι έλληνες ηθοποιοί, «εκ του Πηγάσου, όστις εν τω παρελθόντι κατά την νηπιώδη της ελληνικής σκηνής κατάστασιν συμπαρέσυρεν ημάς πολλάκις εις αιθέρια ύψη, εις ελπιδοφόρα και ψυχοτερπή όνειρα, αλλά και εις απροσπελάστους τοις πλείστοις κορυφάς, ένθα αι μούσαι μεθύσκουσι τους θνητούς εκ των αθανάτων ναμάτων της Ιπποκρήνης, λέγομεν ξηρά ξηρά . . . κ. τ. λ.» Σου ορκίζομαι, ότι ούτε παρέλειψα ούτε προσέθηκα συλλαβήν εις το αυθεντικόν της προκηρύξεως κείμενον.

Καλλίτερον να κόψης την δεξιάν σου χείρα, καλλίτερον να κόψης τον δεξιόν πόδα, καλλίτερον να εξορύξης τον δεξιόν οφθαλμόν, παρά να έχης δύο χείρας, δύο πόδας, και δύο οφθαλμούς και να εισέλθης εις την Γέενναν του πυρός την καιομένην, «όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά και το πυρ ου σβέννυται». Καλλίτερον να πνιγής εις αυτόν τον κόσμον με μύλον ονικόν περί τον τράχηλον, παρά να φέρης τον ηθικόν εκείνον και πνευματικόν μύλον του απολεμήτου πειρασμού, όστις δύναται να πνίξη την απηλλοτριωμένην ψυχήν εν τη ενοχή και τη απογνώσει.

Ο Διονυσόδωρος τότε εκοκκίνησε. — Αλλά συ, ω Ευθύδημε, δεν σου φαίνεται πως λέγει σωστά ο αδελφός σου, που όλα τα γνωρίζει; — Και αν ο Χαιρέδημος είναι πατέρας, προσέθεσεν ο Ευθύδημος, απεναντίας πάλιν ο Σωφρονίσκος, αφού θα είναι άλλο πράγμα από πατέρας, δεν θα είναι πατέρας, ώστε συ, Σωκράτη, δεν θα έχης πατέρα.

Αν σολοικίσης δε ή βαρβαρίσης, μόνην επανόρθωσιν να έχης την αναισχυντίαν και πρόχειρον αμέσως το όνομα ποιητού ή συγγραφέως ούτε υπάρχοντος, ούτε υπάρξαντος ποτέ, ο οποίος ούτω συνείθιζε να λέγη και ήτο σοφός ανήρ και εγνώριζε τελείως την γλώσσαν.