United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχεν ακουσθή και πάλιν χολέρα εις την Αίγυπτον, και το υπουργείον των Εσωτερικών συνείθιζε ν' αποστέλλη κατ' εκλογήν τον ιατρόν τούτον εις την διεύθυνσιν του εν Δήλω λοιμοκαθαρτηρίου. Αντ' αυτού η κυβέρνησις είχε στείλει προσωρινώς ως υγειονόμον γηραιόν τινα ιατρόν, τον κ. Μ., όστις δεν είχε φθάσει ακόμη. Εν τω μεταξύ υπήρχεν είς απόφοιτος της ιατρικής, διατρίβων εν τη νήσω.

Ο Μίμης κιτρίνισε, όπως το συνείθιζε άμα ταραζότανε, μάλιστα για κορίτσι: Μπας και τη λένε Λιόλια; είπε- Αυτό νακούγεται! η Λιόλια, η περίφημη!-πετάχτηκ’ ένας απ’ την παρέα. Ποιος μας τάλεγε τις προάλλες ; Τούρθε πολύ άσχημα του Μίμη. Τα θυμήθηκε όλα.

Και ούτω παρήρχοντο αι νύκτες εκείναι, προπεμπόμεναι υπό γελώτων, θορύβων, βλασφημιών και υπό της κραυγής &Ήλιος!& ην συνείθιζε να εκπέμπη πάντοτε ο Μάχτος, ότε η πρώτη ακτίς ανέτελλεν επί του στερεώματος. Εν μέσω του αλλοκότου τούτου κύκλου, όπου έζη η Αϊμά, παράδοξον πράγμα, ήτο σχεδόν ευτυχής. Η συνάντησις. Θα ήτο δ' ευτυχεστέρα, αν δεν συνέβαινον και μικρά δυσάρεστα από καιρού εις καιρόν.

Οι Αθηναίοι τον έθαψαν μεγαλοπρεπώς και διά δημοσίας δαπάνης και επί πολύ τον επένθησαν. Το δε λίθινον κάθισμα, όπου συνείθιζε να αναπαύεται οσάκις εκουράζετο, επροσκύνουν και εστόλιζον με στεφάνους προς τιμήν του φιλοσόφου, θεωρούντες ιεράν και την πέτραν επί της οποίας εκάθητο. Την κηδείαν του συνώδευσαν όλοι, μάλιστα οι φιλόσοφοι, οίτινες και εσήκωσαν και μετέφεραν το πτώμα του μέχρι του τάφου.

— «Ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον, από του νυν και έως του αιώνος», απήντα ο Παπά-Ιερεμίας, ως συνείθιζε διά ρητών της Γραφής, ξηρά-ξηρά απαγγέλλων τας λέξεις, ως ήτο ξηρόν το ασκητικόν του σώμα, ζωντανόν άγιον λείψανον, αποπνέον ευωδίαν αρετής και αγιότητος. Και επανελάμβανεν: — «Ελπισάτω Ισραήλ επί τον Κύριον

Όταν δε ο δυστυχής ούτος ήλθε και ετραγούδησεν εις τας θύρας της Ακαδημίας, όπως συνείθιζε να τραγουδή εις τα πρόθυρα όλων, τον ήρπασε και αφού τον απέσπασε διά της βίας από τας χείρας της Μέθης και τον παρέλαβε πλησίον της τον ηνάγκασε να πίνη μόνον νερόν, τον εδίδαξε την εγκράτειαν, απέσπασε τους στεφάνους από την κεφαλήν του και αντί να κατακλίνεται και να πίνη, του εδίδαξε λόγους σκοτεινούς και ανιαρούς, οι οποίοι κουράζουν το πνεύμα του με σκέψεις.

Έφθασε κάτω εις το ρεύμα και ήρχισε να το ανέρχεται, καθώς πολλάκις συνείθιζε.

Σκούφον τον είχεν ονομάσει, ακόμη πριν τον υπανδρευθή, όταν τον ειρωνεύετο συνήθως, με την παρθενικήν πονηρίαν τηςχωρίς να προγνωρίζη ότι αυτός θα ήτον η τύχη της και ο καλός τηςεπειδή, αντί φεσίου, εφόρει είδος μακρού σκούφου, τεφροκοκκίνου, με κοντήν φούνταν. «Λογαριασμόν» τον ωνόμασε αργότερα, αφού τον υπανδρεύθη, επειδή συνείθιζε πολλάκις την φράσιν, «αυτός είν' ο λογαριασμός», και διότι, άλλως, δεν ηδύνατο ορθώς να λογαριάση ούτε ποσόν δι' ολίγους παράδες, ούτε δύο ημεροκάματα.

Αν σολοικίσης δε ή βαρβαρίσης, μόνην επανόρθωσιν να έχης την αναισχυντίαν και πρόχειρον αμέσως το όνομα ποιητού ή συγγραφέως ούτε υπάρχοντος, ούτε υπάρξαντος ποτέ, ο οποίος ούτω συνείθιζε να λέγη και ήτο σοφός ανήρ και εγνώριζε τελείως την γλώσσαν.

Όταν μάλιστα η μήτηρ της ήκουε περί αρρώστιας μικρών κορασίδων είχεν ακουσθή, σείουσα την κεφαλήν, να λέγη·Σα σ' ακούω, γειτόνισσα! . . . «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;», επειδή συνείθιζε πολύ συχνά να εκφράζεται με παροιμίας λίαν εκφραστικάς.