United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην αυτός είχεν ανάγκην ανθρώπων ταχέων εις την εκτέλεσιν και προ πάντων στιβαρών. — Κύριε, είπε τότε ο Κουάρτος, γνωρίζω τον αρτοποιόν Δημάν, εις τον μύλον του οποίου εργάζονται δούλοι και έμμισθοι. Ο είς εκ των μισθωτών τούτων είνε τόσον δυνατός, ώστε θα ηδύνατο να αναπληρώση όχι δύο, αλλά τέσσαρας. Τον είδα εγώ να σηκώνη λίθους τους οποίους δεν ηδύναντο να κινήσουν τέσσαρες ομού.

«Ποτέ δεν αποθαρρύνομαιεφώναξε. «Μία επίσκεψις εις τον Μύλον! καλησπέρα εις τον μυλωθρόν, καλησπέρα εις την Μπαμπέττα. Δεν πέφτει κανείς, εάν δεν το σκεφθή. Πρέπει τέλος πάντων να με ιδή η Μπαμπέττα μια φορά. Θέλω να γίνω άνδρας της!» Ο Ρούντυ εγέλα, είχε φαιδράς διαθέσεις και εβάδισε προς τον Μύλον. Ήξευρε τι ήθελε: ήθελε να έχη την Μπαμπέτταν.

Ο μύλος ο πατρικός του Αγάλλου είχε χαλάσει προ πολλού και ήτον έρημος τώρα. Αλλ' ο μύλος της Συνοδιάς χηρευσάσης τελευταίον από του ανδρός της ήτο εν ακμή εισέτι. Ο Αγάλλος, επειδή ήτο συνειθισμένος να έχη μύλον, απήτησε τον μύλον ως προίκα, και η θεια-Συνοδιά ηναγκάσθη να τον δώση.

Εάν ο Ρούντυ ήτο ακόμη παιδί, θα εκαταλάβαινε την γλώσσαν και θα εννοούσε, ότι η γάτα ήθελε να του 'πή ακριβώς: «Εδώ κανείς δεν είναι, 'στο σπίτιΚατ' ανάγκην λοιπόν επέρασε εις τον Μύλον, διά να ερωτήση, και εκεί έλαβε πληροφορίας, ότι ο Μυλωθρός είχεν αποδημήσει πέραν εις το Ιντερλάκεν και μαζί με αυτόν και η Μπαμπέττα· ότι εκεί ήτο μεγάλη σκοπευτική εορτή, θα ήρχιζε την επαύριον και θα διήρκει οκτώ ολοκλήρους ημέρας.

Όπως δήποτε ούτε εις την εκκλησίαν εις το Βεξ, ούτε εις τον Μύλον θα εγίνετο η τελετή του γάμου· η νονά ήθελε να τελεσθή ο γάμος εις το σπίτι της και η στεφάνωσις να γίνη εις την ωραίαν μικράν εκκλησίαν του Μοντρέ. Ο Μυλωθρός επέμεινε και αυτός και ούτω εξετελέσθη αυτή η επιθυμία, αυτός μόνον ήξευρε τι επεφύλαττεν η νονά διά τους νεονύμφους.

Ο Στάθης εγέλασε βεβιασμένως. Πολύ παράδοξος του εφαίνετο η απάντησις αύτη της γυναικός του. Και όχι τόρα διότι ήτο νεόνυμφος αλλά και γραία αν ήτο πάλιν δεν επετρέπετο εις την Σμάλτω να πάγη εις τον μύλον.

Και όταν εισήλθεν, εύρισκεν εις τας γωνίας όλας, υπό το εικονοστάσιον, παρά την εστίαν, εις τα μικρά χρωματιστά κιβώτια, εις την ξυλίνην τράπεζαν, παντού πέριξ, τόσας αναμνήσεις ευχαρίστους, χρυσάς αναμνήσεις, τας οποίας κατέσπειρεν από τριών ήδη μηνών καθ' ημέραν μετά του ανδρός της. Του ανδρός της, ο οποίος ακόμη δεν είχεν επιστρέψη από τον μύλον!

Θα ήτο φοβερόν, εάν τώρα ήτο ο Ρούντυ εις τον Μύλον. Αλλά ο Ρούντυ δεν ήτο εις τον Μύλον, όχι· όπερ ήτο χειρότερον, ήτο κάτω από την φιλύραν. Ηκούοντο δυνατά λόγοι θυμού, ημπορούσε να κτυπηθούν, ίσως και να σκοτωθούν. Η Μπαμπέττα ήνοιξεν εν αγωνία το παράθυρον· εφώναξε το όνομα του Ρούντυ, του είπεν ότι ημπορεί να φύγη; δεν ανέχεται να μείνη του είπε.

Αύριον πια αρχίζει το ταξείδι!» — Μάλιστα, αύριον! Αυτή τη βραδυά εκάθισε ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα για τελευταίαν φοράν εις τον Μύλον ως αρραβωνιασμένοι. Έξω ήσαν ροδισμέναι αι Άλπεις, οι εσπερινοί της εκκλησίας κώδωνες εσήμαιναν, αι θυγατέρες του Ηλίου ετραγουδούσαν: «Ας συμβή το καλύτερον».

Το προσεχές θέρος θα εγίνοντο οι γάμοι· συχνά εκουδούνιζαν τα αυτιά του, όσες φορές εμιλούσαν γι' αυτό οι φίλοι του. Μέσα εις τον Μύλον ήτο φέγγος και θαλπωρή ηλίου, έθαλλε το ωραιότερον των Άλπεων Ρόδον, η φαιδρά, η μειδιώσα Μπαμπέττα, ωραία ως η ερχομένη Άνοιξις, η Άνοιξις, που κάνει τα πουλιά να κελαϊδούν θέρος και γάμον.