United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μάλιστα, αυτό έλεγε και έλεγε πάρα πολλά· έλεγε δηλαδή, ότι ευχαρίστως ηδύνατο να υποφέρη την επίπονον οδόν και ότι προς χάριν της και όχι χάριν της σκοπευτικής εορτής ήλθεν. Η Μπαμπέττα έγινεν άφωνος εις όλα αυτά· ήτο 'σάν να της απήτει να υποφέρη πάρα πολύ. Ενώ αυτοί έκαμαν προς τα εκεί την περιήγησίν των, έδυσεν ο ήλιος 'πίσω από την κλιτύν του βράχου.

Όταν ανέτειλε την άλλην ημέραν ο ήλιος, η εύθυμος διάθεσίς του ήτο πολύ μεγάλη, η οποία ποτέ ακόμη δεν είχε σβύσει. — Η Μπαμπέττα είναι εις το Ιντερλάκεν, ταξείδιον πολλών ημερών από εδώ, έλεγε καθ' εαυτόν. Η προς τα εκεί οδός είναι μακρά, εάν κανείς πορευθή την ευρείαν λεωφόρον αλλά δεν είναι τόσον μακράν εάν κανείς αναιβή το βουνόν εγκαρσίως και ίσα ίσα αυτός είναι ο δρόμος διά κυνηγόν αιγάγρων.

Η Γιουγκφράου υψούτο εκεί εν μεγαλοπρεπεία και λαμπρότητι περιβαλλομένη από τον δασώδη πράσινον στέφανον των εγγύς ορέων. Πάντες εσταμάτησαν και εθεώντο το κάλλος της φύσεως. Και ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα ησθάνοντο και αυτοί την από ταύτης μαγείαν. — Πουθενά δεν είναι ωραιότερα από εδώ; έλεγεν η Μπαμπέττα. — Πουθενά! έλεγε ο Ρούντυ και εκύτταζε την Μπαμπέτταν.

Ήμανε 'ξαπλωμένη κοντάτα πόδια των, αλλά αυτοί δεν είχαν ούτε 'μάτια ούτε μυαλό για μένα. «Θα πάω χωρίς άλλο μέσατον πατέρα σουέλεγεν ο Ρούντυ, «πρόκειται περί τιμίου πράγματος». «Πρέπει να έλθω μαζί σουηρώτησεν η Μπαμπέττα. «Αυτό θα σου δώση θάρρος.» — «Έχω αρκετόν θάρροςείπεν ο Ρούντυ· «αλλά αν είσαι και συ μαζί, θα είναι βέβαια ευνοϊκός, είτε θελήση είτε όχιΚατόπιν επροχώρησαν μαζί.

Καθ' όλον αυτόν τον χρόνον θα έμενεν ο μυλωθρός και η Μπαμπέττα εις τους συγγενείς των εν Ιντερλάκεν, του είπαν. Ο Ρούντυ επέρασε το Γκέμμι, ήθελε να καταιβή εις το Γκρίντελβάλτ. Δροσερός και φαιδρός εβάδισε προς τα άνω εις τον δροσερόν, ελαφρόν, δυναμωτικόν αέρα του βουνού.

Αύριον πια αρχίζει το ταξείδι!» — Μάλιστα, αύριον! Αυτή τη βραδυά εκάθισε ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα για τελευταίαν φοράν εις τον Μύλον ως αρραβωνιασμένοι. Έξω ήσαν ροδισμέναι αι Άλπεις, οι εσπερινοί της εκκλησίας κώδωνες εσήμαιναν, αι θυγατέρες του Ηλίου ετραγουδούσαν: «Ας συμβή το καλύτερον».

Αλλά επαρουσιάσθη ο μυλωθρός έδωσε ένα γενναίο κλώτσο· ο άλλοςέξω απ' την πόρτα καιτο βουνό επάνω εις τας αιγάγρους, που αυτός ο Ρούντυ τώρα θα σημαδεύη και όχι την Μπαμπέττα μας!» — Αλλά τι ωμίλησαν, τι είπαν; ηρώτησε η γάτα της κουζίνας.

Όταν ο Ρούντυ έφθασεν επί τέλους την ανωτάτην του όρους επιφάνειαν, οπόθεν το μονοπάτι έφερε κάτω εις την κοιλάδα του Ροδανού, είδε προς την Σαμονύ, να στέκωνται εις τον διαυγή κυανούν αιθέρα δύο λαμπρά άστρα· έλαμπον και ακτινοβολούσαν και εσκέφθη την Μπαμπέττα, τον εαυτόν του και την ευτυχίαν του και με αυτήν την σκέψιν εθερμάνθη.

Η νήσος είναι κρηπίδωμα βράχου· τούτο προ εκατόν περίπου ετών μία κυρία περιέκλεισε γύρω με πρόχωμα από πέτρας, το εσκέπασε με χώμα και εφύτευσε τρεις ακακίας· αι ακακίαι σκιάζουν σήμερον όλο το νησάκι. Η Μπαμπέττα ήτο τελείως μαγευμένη με αυτό το τοπείον· εις τα μάτια της ήτο το ωραιότερον από όλον το ταξείδιον· εκεί επάνω έπρεπε να υπάγη κανείς, εσκέπτετο, εκεί θα ήτο θαυμασίως ωραία.

Ούτω έσφιξαν οι δυο άνδρες τα χέρια, όπερ πρότερον μέχρι τούδε δεν είχον κάμει· και η Μπαμπέττα επίσης έτεινεν εις τον Ρούντυ το χέρι με ειλικρινή συμπάθειαν και της έσφιξε αυτός το χέρι και την εκύτταζε με επίμονον βλέμμα, ώστε αυτή έγινε κατέρυθρος.