Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
«Ποτέ δεν αποθαρρύνομαι!» εφώναξε. «Μία επίσκεψις εις τον Μύλον! καλησπέρα εις τον μυλωθρόν, καλησπέρα εις την Μπαμπέττα. Δεν πέφτει κανείς, εάν δεν το σκεφθή. Πρέπει τέλος πάντων να με ιδή η Μπαμπέττα μια φορά. Θέλω να γίνω άνδρας της!» Ο Ρούντυ εγέλα, είχε φαιδράς διαθέσεις και εβάδισε προς τον Μύλον. Ήξευρε τι ήθελε: ήθελε να έχη την Μπαμπέτταν.
Του έκαμαν καλήν υποδοχήν και του έφεραν και χαιρετίσματα από την οικογένειαν του Ιντερλάκεν· η Μπαμπέττα δεν ωμίλει πολλά, είχε γίνει πολύ σιωπηλή· αλλά 'μιλούσαν τα μάτια της και τούτο ικανοποιούσε πολύ τον Ρούντυ.
Εις την σκέψιν της ανέβη, τι είχε διηγηθή ο Ρούντυ περί του θανάτου της μητρός του, τι περί της σωτηρίας του, όταν πτώμα τον είχαν ανασύρει έξω από την χαράδραν του Παγώνος. &«Η Νεράιδα του Πάγου τον επανέκτησε πάλιν».& Αστραπή έλαμψε, που με την λάμψιν της ετύφλωνε, όπως η λάμψις του ηλίου επάνω εις το λευκό χιόνι. Η Μπαμπέττα ανετινάχθη.
Οι κώδωνες της εκκλησίας εσήμαινον προς αυτόν ως να ήθελον να του σημάνουν με τους ήχους των: «καλώς ώρισες εις την πατρίδα σου!» Η καρδιά του έπαλλε δυνατώτερα, ωγκούτο τόσον, ώστε η Μπαμπέττα για μια στιγμή εξηφανίζετο καθ' ολοκληρίαν εκεί μέσα· τόσον μεγάλη εγίνετο η καρδιά του, τόσον εγέμιζε με αναμνήσεις.
— Και εσείς κρατείτε σταθερά τον λόγον σας!. . είπεν ο Ρούντυ· «Καθένας έχει το χαρακτηριστικόν του γνώρισμα!» — Αλλά πώς δεν έσπασες τον λαιμόν σου; είπεν ο μυλωθρός. — Επειδή εκρατιόμανε στερεά! απήντησεν ο Ρούντυ· «και αυτό το κάμω ακόμη! Κρατώ στερεά την Μπαμπέττα!» — Πρώτα όμως κύτταξε να την έχης!» είπεν ο μυλωθρός και εγέλα· και αυτό ήτο αρκετή ένδειξις, την οποίαν ήξευρεν η Μπαμπέττα.
Ο Μύλος ήτο κομψός και εδείκνυεν ευπορίαν, μάλιστα και τον εζωγράφιζον και τον περιέγραφον· αλλά την κόρην του μυλωθρού, δεν ήτο δυνατόν κανείς ούτε να την ζωγραφίση ούτε να την περιγράψη — έτσι τουλάχιστον είχαν ειπή εις τον Ρούντυ — και όμως ήτο ζωγραφισμένη μέσα 'στην καρδιά του· τα μάτια της ακτινοβολούσαν εκεί τόσον 'σάν να ήτο αληθινή φωτιά εκεί μέσα· έξαφνα είχεν εισβάλη εκεί μέσα, όπως εισβάλλει κάθε φωτιά και το παραδοξότερον μάλιστα ήτο, ότι η κόρη του μυλωθρού, η ωραία Μπαμπέττα, δεν είχε καμμίαν ιδέαν δι' αυτό το πράγμα· αυτή και ο Ρούντυ δεν είχαν ακόμη ούτε λέξιν ανταλλάξει μεταξύ των.
Και εν απείρω οδύνη εθρήνει η Μπαμπέττα: «Ω! ας επέθαινα καν κατά την ημέραν του γάμου μου, την ευτυχεστέραν μου ημέραν! Θεέ μου τούτο θα ήτο έλεος, μεγάλη ευτυχία! Αυτό θα ήτο το άριστον, που ημπορούσε να συμβή δι' εμέ και διά τον Ρούντυ! Κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον του.» Και εν οδύνη ανοσία εκρημνίσθη εις το βαθύ του βράχου βάραθρον. — Μία χορδή έσπασε, πένθιμος τόνος αντήχησε!
Ό,τι, έχει ζωήν ζητεί προστασίαν! Τώρα κατέπιπτον κρουνοί βροχής . . . . . . . . — Πού να είναι τέλος πάντων ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα με αυτήν την τρικυμίαν; είπεν ο Μυλωθρός. Η Μπαμπέττα εκάθητο με σταυρωμένα τα χέρια, με κεκλιμένην την κεφαλήν επί του στήθους άφωνος εκ λύπης· έκλαιε, δεν εθρήνει πλέον!. — Μέσα εις το βαθύ νερό! έλεγε μέσα της. Είναι κάτω βαθιά, σαν κάτω από τον Παγώνα!
Η Μπαμπέττα συνέκρουσε το ποτήριόν της και ο Ρούντυ ευχαρίστησε διά την πρόποσιν. Κατά την εσπέραν επήγαν όλοι περίπατον επεριπάτησαν την ωραίαν κατά μήκος των μεγαλοπρεπών ξενοδοχείων οδόν κάτω από τας παλαιάς καρυδέας· και τόσοι άνθρωποι ήσαν εκεί, τόσος συνωστισμός, ώστε ηναγκάσθη ο Ρούντυ να προσφέρη τον βραχίονά του εις την Μπαμπέτταν.
Έχαιρε τόσον πολύ, διότι συνήντησεν ανθρώπους από το Βωνττ, έλεγεν αυτός· Βωνττ και Βαλαί ήσαν πολύ καλά γειτονικά καντόνια. Εξέφραζε την χαράν του τόσον εγκαρδίως, ώστε δεν ημπόρεσε να παραλείψη η Μπαμπέττα να του σφίξη το χέρι δι' αυτό. Επήγαιναν ο ένας κοντά εις τον άλλον 'σάν να ήσαν παλαιοί γνώριμοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν