United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξ όλων των Ιταλιωτών λαών, έλεγεν, είσθε οι μόνοι τους οποίους επεσκέφθη ο Απόλλων· εγώ αυτός, όστις σήμερον είμαι Αριστέας, τον συνώδευον, και τότε ήμην κόραξΚαι ο μεν Αριστέας ταύτα ειπών εγένετο άφαντος, οι δε Μεταποντίνοι λέγουσιν ότι πέμψαντες εις τους Δελφούς ηρώτωυ τον θεόν τι εσήμαινον οι λόγοι εκείνοι του φάσματος, η δε Πυθία τους διέταξε να υπακούσωσιν εις αυτά, υποσχομένη ότι ήθελε προκύψει καλόν.

Αλλά «ιδού οι Ιουδαίοι ενόησαν ό,τι δεν εννοούν οι Αρειανοί· καθώς λέγει είς των Λατίνων πατέρων. Είδον παραχρήμα ότι λόγοι εσήμαινον κάτι ασυγκρίτως περισσότερον.

Οι Πέρσαι ηρώτησαν τον φέροντα τα δώρα ποίαν έννοιαν είχον τα διδόμενα, εκείνος δε απεκρίνετο ότι ουδέν άλλο εγίνωσκεν ή να τα δώση και να αναχωρήση τάχιστα· προσέθετε δε ότι εάν ήσαν σοφοί άνθρωποι οι Πέρσαι, αυτοί έπρεπε να εννοήσωσι τι εσήμαινον τα δώρα. Ταύτα ακούσαντες οι Πέρσαι συνεσκέπτοντο.

Την στιγμήν καθ' ην η θεια Μυγδαλίτσα, εγκαταλιπούσα τους ποιμένας, ανεχώρει διά την κωμόπολιν, από την κρυφήν μεγάλην ελπίδα της μη συλλογιζομένη ούτε τον νυκτερινών πόνον της οδού, διότι ήτο ακούραστος και υπομονητική γραία, ούτε των πειρακτικών πνευμάτων τας παγίδας, διότι, αφού ελάλησεν ο πετεινός, οι σκαλικατζάροι απεσύροντο εις τας οπάς των εντός των κούφιων κορμών και των βράχων, την στιγμήν εκείνην εσήμαινον εν τη μεσημβρινή της νήσου πολίχνη οι κώδωνες των ναών, διά την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων.

Οι Σαδδουκαίοι πιθανώς υπέθετον ότι αι λέξεις εσήμαινον απλώς, είμαι ο Θεός εις τον οποίον επίστευσαν, ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ, αλλ' όμως πόσον κακός θα ήτον ο ορισμός ούτος και πόσον ανεπαρκής διά να εμπνεύση την πίστιν την απαιτουμένην προς ηρωικάς πράξεις!

Ο Θεόδωρος, όστις δεν ενόει ουδέν εξ όλων τούτων, δεν ηδύνατο να πλησιάση, ήτο απηγορευμένον αυτώ. Είς των παίδων ανήπτε το πυρ επί του βωμού, και ο Πλήθων έσφαζεν αμνόν ή τράγον και έκαιεν αυτόν ενώπιον των ειδώλων των θεών. Είτα εξήταζε τα σπλάγχνα, και έλεγεν εις τους κεκλημένους αν εσήμαινον ευτυχίαν ή δυστυχίαν. Την ημέραν εκείνην η τελετή προηγγέλλετο πομπωδεστέρα του συνήθους.

Η συζήτησίς των ήτο περί ημών. Ο επικατάρατος Δάμις διετείνετο ότι ούτε φροντίζομεν διά τους ανθρώπους, ούτε επιτηρούμεν τα συμβαίνοντα επί της γης και με άλλους λόγους έλεγεν ότι ούτε καν υπάρχομεν• τα λεγόμενά του τουλάχιστον τούτο εσήμαινον. Ήσαν δε καί τινες μεταξύ των ακροατών οι οποίοι επεδοκίμαζον και επευφήμουν τους λόγους του.

Ακόμη ολίγον και θα εσήμαινον οι κώδωνες των ναών.

Οι κώδωνες της εκκλησίας εσήμαινον προς αυτόν ως να ήθελον να του σημάνουν με τους ήχους των: «καλώς ώρισες εις την πατρίδα σου!» Η καρδιά του έπαλλε δυνατώτερα, ωγκούτο τόσον, ώστε η Μπαμπέττα για μια στιγμή εξηφανίζετο καθ' ολοκληρίαν εκεί μέσα· τόσον μεγάλη εγίνετο η καρδιά του, τόσον εγέμιζε με αναμνήσεις.

Είνε αληθές, ότι ολίγου δειν εξώρυττε τον οφθαλμόν του η λατύπη των επί του πεζοδρομίου μαρμαροκοπούντων οικοδομών, και εκηλίδου τον ιματισμόν αυτού το άνωθεν καταπίπτον κονίαμα. Αλλά τι εσήμαινον τα παροδικά ταύτα μικρολογήματα απέναντι της καλλιμαρμάρου οικοδομής;