United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούσατέ με λοιπόν· ας αφήσωμεν τα τόξα και τα ακόντια, και λαβόντες τας μάστιγας των ίππων ας πλησιάσωμεν αυτούς· διότι ενόσω βλέπουσιν ημάς με όπλα, νομίζουσιν ότι είναι όμοιοι μας και από ομοίους γονείς γεννηθέντες· αλλ' εάν μας ίδωσι κρατούντας μάστιγας αντί όπλων, θα εννοήσωσιν ότι είναι δούλοι ημών, και άμα το εννοήσωσι, δεν θα αντισταθώσι πλέον

Οι Πέρσαι ηρώτησαν τον φέροντα τα δώρα ποίαν έννοιαν είχον τα διδόμενα, εκείνος δε απεκρίνετο ότι ουδέν άλλο εγίνωσκεν ή να τα δώση και να αναχωρήση τάχιστα· προσέθετε δε ότι εάν ήσαν σοφοί άνθρωποι οι Πέρσαι, αυτοί έπρεπε να εννοήσωσι τι εσήμαινον τα δώρα. Ταύτα ακούσαντες οι Πέρσαι συνεσκέπτοντο.

Τότε δε έμελλον να ζητώσιν Αυτόν και να ζητώσιν Αυτόν, όχι όπως τώρα με εχθρικούς σκοπούς, αλλ' εν όλη τη αγωνία της τύψεως και της αισχύνης· αλλ' η ζήτησίς των θα ήτο εις μάτην. Οι εχθροί Του δεν ηδυνήθησαν να εννοήσωσι τον υπαινιγμόν. Εν ταις τρομεραίς ημέραις αίτινες έμελλον να έλθωσι θα τον ενόουν λίαν καλώς.

Ούτω, προσέθηκεν ερυθριών ο νεανίσκος, «θέλομεν κατοικεί ανενοχλήτως εις το αυτό κελλίον, τρώγοντες εις το αυτό πινάκιον και βυθίζοντες τον κάλαμον εις το αυτό μελανοδοχείον, ενώ, αν σ' εννοήσωσι γυναίκα, θέλουσι σε κλείσει οι προεστώτες μετά των άλλων κατηχουμένων εις τον γυναικώνα, όπου μόνον εκείνοι έχουσι την άδειαν να εισέρχωνται, εγώ δε θέλω αποθάνει εις την φλιάν εκ της απελπισίας

Οι δε Σκύθαι δεν ηδύναντο να εννοήσωσι το πράγμα, διότι ούτε την ενδυμασίαν, ούτε το έθνος, ούτε την γλώσσαν των εγνώριζον, αλλ' εθαύμαζον πόθεν ήλθον και τας ενόμιζον ότι ήσαν άνδρες έχοντες όλοι την αυτήν ηλικίαν· τέλος τας επολέμησαν. Μετά την μάχην όμως οι Σκύθαι έλαβόν τινα πτώματα και ανεγνώρισαν ότι ήσαν γυναίκες.

Όχι, τους έδωκε να εννοήσωσι, δεν ήτο Αυτός, αλλ' εκείνοι, οίτινες ήσαν εκ των κάτω, εκείνοι, όχι Αυτός, ήσαν προωρισμένοι, εάν επέμενον εν τη απιστία, εις το σκοτεινόν τούτο τέλος· «Συ τις ειηρώτησαν πάλιν εν οργίλη και απίστω αμηχανία. «Την αρχήν ό,τι και λαλώ υμίν», απήντησεν.

Αλλ' αι καρδίαι των ήσαν πλήρεις ελπίδων περί της δόξης του Μεσίου· ήσαν τόσον προκατειλημμένοι με την πεποίθησιν ότι τώρα η βασιλεία του Θεού έμελλε να έλθη εν όλη αυτής τη λαμπρότητι, ώστε η προφητεία παρήλθε δι' αυτούς ως κενός ήχος· δεν ηδύναντο ουδέ ήθελον να εννοήσωσι.

Τινές από το εχθρικόν στρατόπεδον, μ' όλον ότι προχωρήσαντες διά να κόψωσι ξύλα επλησίασαν πολύ εις το μέρος, όπου ήσαν οι Έλληνες, δεν ημπόρεσαν μ' όλον τούτο να τους εννοήσωσι, τόσον επιδεξίως είχον κρυφθή εις τους θάμνους και τα σύδενδρα μέρη και τόσον μεγάλην σιωπήν και ησυχίαν διετήρησαν.

Ήσαν δε ήδη και η αγορά και το πρυτανείον κεκοσμημένα διά μαρμάρου της Πάρου. Τούτον τον χρησμόν δεν ηδυνήθησαν να εννοήσωσι μήτε τότε ευθύς μήτε όταν ήλθον οι Σάμιοι. Τωόντι μόλις ούτοι επλησίασαν εις τον Σίφνον, έπεμψαν εις την πόλιν πλοίον με πρέσβεις.

Όσοι ποτέ ευρέθησαν εις την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου, θα εννοήσωσι βεβαίως και θα λυπηθώσι τον πτωχόνκυριολεκτικώςποιητήν. Συνησθάνετο, ότι καθήκον είχεν απαραίτητον να στείλη επ' ευκαιρία της πρώτης του έτους εις την εκλεκτήν της καρδίας του μικρόν τι δώρον, έστω πενιχρόν, ασήμαντον, αλλά δώρον όμως οιονδήποτε.