United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξένος. Πρώτον διότι, ενώ μας ηρώτησαν διά τον βασιλέα και πολιτικόν της σημερινής περιστροφής και γεννήσεως, ημείς εδώσαμεν ως απάντησιν τον ποιμένα της αντιθέτου περιόδου, ο οποίος εποίμαινε την ανθρωπίνην αγέλην, και μάλιστα θεόν εις την θέσιν θνητού. Εις αυτό λοιπόν πολύ εφύγαμεν από το ζήτημα.

Και τίποτε άλλο. Αλλά τούτο ήτο αρκετόν να τον θεωρήσουν και οι δύο πατέρα των. Τόρα ούτε ο Νάσος ούτε η Μπήλιω ηρώτησαν αυτόν διά ποίαν αιτίαν έφυγεν από την κωμόπολιν κ' έμενεν επί τόσας ημέρας εις την καλύβαν των. Ο Δημήτρης τας πρώτας ημέρας εύρε κάποιαν ανακούφισιν μεταξύ αυτών.

Και αποτεινόμενος προς τον κόσμον, ως να τον ηρώτησαν, επαναλαμβάνει: — Ούτε με 20 δεν βγαίνω! — Μα γιατί προσθέτεις λοιπόν, γέρω-πονηρέ; Ερωτά ο δημογραμματεύς, περιφερόμενος εκεί με την πένναν εις χείρας πάντοτε. — Τι να κάμω, κυρ-θανασάκη μου! Βρεθήκαμε, Ήτανε γραφτό να πεθάνω. — 'Σ τη φυλακή! Διακόπτει χλευάζων ο δημογραμματεύς.

Εν τοιαύτη θλιβερά καταπτώσει ευρισκομένη η γραία, ηγέρθη εσχάτως μίαν πρωίαν σφόδρα κατηφής, αφυπνισθείσα υπό κακού ονείρου. — Τι έχεις, Μα; ηρώτησαν μετά περιπαθείας αι δύο κυανοπλόκαμοι αδελφαί. — Τίποτε παιδιά μ'! απήντησε. Και κάτω νεύουσα την κεφαλήν υπό την μαύρην σκιάν της μανδήλας της εψιθύρισεν ως προς εαυτήν: — Δεν τούπα τ' μακαρίτ' να μη ανακατωθήτα βακούφκα!

Αλλ' ο γείτων αυτών ο υποδηματοποιός έκλεισε μίαν ημέραν το εργαστήριόν του, και φήμη διέτρεξε την γειτονίαν ότι επλούτησεν αίφνης από τας μετοχάς. Οι γείτονες ηρώτησαν, έμαθον τας λεπτομερείας, και εσκέφθησαν φυσικότατα ότι πολύ ανόητοι ήσαν να κοπιώσιν ημέρας και νυκτός δι' έν τεμάχιον άρτου, ενώ το χρηματιστήριον ήνοιγεν εκεί πλησίον τας αγκάλας του.

Ο λαός τον οποίον ησχολείτο διδάσκων παρεμέρησεν εν σεβασμώ ενώπιόν των μήπως τυχόν μολύνει τας κυματιζούσας εκείνας εσθήτας και τα πλαταία κράσπεδα δι' επαφής· και όταν ετάχθησαν περί τον Ιησούν εν αυστηρότητι τον ηρώτησαν, «εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς; και τις Σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτηνεζήτουν να παυθούν τα έγγραφα δικαιώματά του διότι ανελάμβανεν ούτω καθήκοντα Ραββίνου και προφήτου, να εισελαύνει εποχούμενος εις Ιερουσαλήμ εν μέσω των Ωσαννά του πλήθους, να καθαρίζη τον Ναόν από τους πωλούντας και αγοράζοντας των οποίων την παρουσίαν ηνείχοντο ούτοι.

Και αυτός την έπαθε καθώς ο πρώτος· έβλεπε και έβλεπε, αλλ' αφού δεν είχε τίποτε εις το εργαλείον, δεν ημπορούσε να ιδή τίποτε. — Δεν σας αρέσει το ύφασμα; ηρώτησαν οι αγύρται· και έδειξαν και εξήγησαν λεπτομερώς το ωραίον σχέδιον, το οποίον όμως δεν υπήρχε. — Δεν είμαι κουτός, εσυλλογίζετο ο υπουργός· φαίνεται ότι διά την θέσιν μου δεν είμαι άξιος. Περίεργον! Αλλά δεν πρέπει να το αποδείξω.

Εκείνοι δε οίτινες φρονούν ότι δεν ενικήσαμεν διότι δεν ήμεθα θυμωμένοι κατά των Τούρκων, έχουν ήκιστα τιμητικήν ιδέαν διά τους ομοεθνείς των. Περί ενός Εβραίου λέγεται ότι τον ύβρισέ ποτε κάποιος με τας δεινοτέρας των λέξεων, και αυτός ήκουε με υπομονήν ιώβειον τας ύβρεις. — Γιατί, μωρέ, δεν τον έδειρες; τον ηρώτησαν. — Γιατί δεν εθύμωσα.

Οι Πέρσαι ηρώτησαν τον φέροντα τα δώρα ποίαν έννοιαν είχον τα διδόμενα, εκείνος δε απεκρίνετο ότι ουδέν άλλο εγίνωσκεν ή να τα δώση και να αναχωρήση τάχιστα· προσέθετε δε ότι εάν ήσαν σοφοί άνθρωποι οι Πέρσαι, αυτοί έπρεπε να εννοήσωσι τι εσήμαινον τα δώρα. Ταύτα ακούσαντες οι Πέρσαι συνεσκέπτοντο.

Εν ήθ' ο μπαμπάς, μανού; ηρώτησαν και τα δύο συγχρόνως περί του αναμενομένου θείου, όστις οσάκις ήρχετο, εκόμιζεν αυτοίς ποικίλα «ταξειδιώτικα δώρα». Η γραία δεν απήντησεν αρχίσασα να κατασκευάζη και άλλας δύο κοκκώνας διά τους μικρούς της εγγονούς. — Τώνε αύϊο κιας, μανού; ηρώτα ο είς των μικρών, ιστάμενος ένθεν του σοφρά, εφ' ου η γραία έπλαθε την «κοκκώναν».