United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και πλησίον του μίαν νεάνιδα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην.

Εκείνος δεν είπε τίποτα και κουνώντας θλιβερά το κεφάλι εκατέβηκε στην κάμαρή του. — Πάει ν' ανάψη κι' άλλο κερί· εψιθύρισεν ο Μπαρμπατρίμης. Οι μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο. Μα δεν ήταν τόρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήση από το σπίτι όλα τα σημάδια του ήρθαν ανάποδα.

Εν τω μεταξύ αι θεράπαιναι έφεραν τρίποδας και έρριψαν επί των ανθράκων κλαδίσκους νάρδου. — Ευρίσκονται τώρα εις την καμπήν των Καρίνων, είπεν ο Βινίκιος με χαμηλήν φωνήν. Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους. — Μη φιλοσοφής δι' έν σεστέρσιον, εψιθύρισεν ούτος. Ο Βινίκιος δεν ήκουσεν. — Ευρίσκονται ήδη . . . . Πράγματι εκείνοι έκαμπτον προς τας Καρίνας.

Συγχρόνως ο Μανώλης εψιθύρισεν ανατείνων την κεφαλήν με την προσπάθειαν να τον ακούση μεν ο μικρός αυθάδης, να μη τον ακούσουν δε ο Στρατής και η Πηγή: — Του γέρου διαόλου θα σε δώσω, τσίλαρο! Διά να φέρη δε ένα αντιπερισπασμόν εις την ταραχήν του είπε προς τον Στρατήν: — Είχα μια μάνικα όντεν' ήρθα, απού δεν ήφεγγα να σάςε 'δώ.

Μα γιατί δεν πας με τα γαλιά; ηρώτησε πάλιν, επανερχόμενος εις την προτέραν του ιδέαν ο χωρικός. — Φοβάμαι εψιθύρισεν η λυγερή μετά τινος στενοχωρίας. — Τι φοβάσαι; γιατί δεν εφοβόσουν τόσον καιρό; Η Σμάλτω έκυψε την κεφαλήν αμηχανούσα, διότι δεν είχε τι ν' απαντήση εις την δικαίαν ερώτησιν του ανδρός της.

Είνε αληθές ότι η ανεψιά του που τον υπηρετούσε τώρα εις την χηρείαν του, τον γέροντα, μία έξυπνη γυναίκα άγαμος, κάτι ακούσασα εις τον φούρνον, οπού φωνάζονται όλα τα μυστικά των χωρίων, το εψιθύρισεν εις τον γέροντα, αλλ' εκείνος δεν έδωκε προσοχήν.

Σιώπα! . . . σιώπα! εψιθύρισεν η Αμέρσα. Πω πω, θεέ μου! Δύο «ταχτικοί»! κάτω στο κατώι . . . ψάχνουν . . . ψάχνουν . . . Τι γυρεύουν; Έβλεπε τους δύο χωροφύλακας ν' αποκομίζουν τα μικρά, άξεστα όπλα, τα έργα του αδελφού της, ως και τον τροχόν και τας ακόνας.

Και σπογγίσασα ένα δάκρυ, διότι, ατυχής εις όλα, ανεχώρει εις τοιαύτην ποθητήν διά τας Αθήνας ημέραν, δι' ην και μόνην τόσα δεινά υπομένουσιν οι ξένοι, εψιθύρισεν: — Έρμη Αθήνα! . . . Την αυτήν εσπέραν δύο γυναίκες εκάθηντο εις μίαν άκραν, την καθαρωτέραν επί του ερειπωμένου καταστρώματος του ατμοπλοίου, όπερ μετ' ολίγας ώρας απέπλεεν εις τον Ευβοϊκόν.

Ο πέτρινος ελέφαντας στη θάλασσα προυμυτισμένος ετίναζε νεροστροβύλους στ' αστέρια. Μηδέ Τσιρίγο μηδέ Ηλοί εξεχώριζαν πουθενά. Άχνα το νερό τα εσκέπαζεν από άκρη σ' άκρη. Ευθύς το πρόσωπό του εκιτρίνισε σαν λεμόνι· τα μάτια του έσταξαν αίμα και χολή. Ασυλλόγιστα έφερε το χέρι στο στυλέτο. — Βρε άθεε αγριομίλησε· πού πας εδώ να μας πνίξης! — Μ' επήρε στο φτερό· δεν το κατάλαβα· εψιθύρισεν άτολμα.

Δεν ξεύρω. — Ω θεοί, θεοί, εψιθύρισεν ο Πλήθων συνάπτων τας χείρας. — Ω θεοί, είπε και ο Θεόδωρος, κρίνας καλόν να μιμηθή το κίνημα και την επίκλησιν του κυρίου του. — Και ήδη, τι ποιητέον; είπεν ο Πλήθων. — Τι ποιητέον; επανέλαβεν ο Θεόδωρος χωρίς να ειξεύρη τι είχε συμβή. — Είνε ανάγκη ενεργείας, είπε μεγαλοφώνως, σκεπτόμενος ο Πλήθων. — Ενεργείας, επανέλαβε ψιττακίζων ο Θεόδωρος.