United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αϊμά δεν απήντησεν. Επεθύμει να φύγη, και δεν ηδύνατο. Το συνέχον αυτήν αίσθημα ήτο κράμα φόβου, συγκινήσεως και δειλίας. — Μήπως ονειρεύομαι; έλεγε καθ' εαυτήν. — Πού κατοικείς; τη είπε μετ' αγαθότητος ο ξένος. Η νέα εψεύσθη. Αγνοώ αν τυχαίως ή εκ προθέσεως. — Κατοικώ πολύ μακράν, εψιθύρισεν. Αλλ' ο άγνωστος έλαβε τότε ενδιαφέρον. — Ειπέ εις ποίον μέρος, διά να σε οδηγήσωμεν εκεί.

Δεν προεξοφλώ τίποτε, αφού όλα είνε δυνατά. — Πόσων ετών είσθε, αν επιτρέπετε; του είπα. — Άνω των εκατόν. — Αυτός, μωρέ φίλε μου, είνε ο Κουτεντές του παραμυθιού, μου εψιθύρισεν ο Μαυρογένης.

Βλέπων δε ατενώς ο Παπά-Κονόμος προς τα φεγγοβολούντα κανδηλάκια εψιθύρισεν: — Ο ρακένδυτος Φραγκούλας θα ήλθε. Προς τας ελαφράς της αύρας πνοάς, η φωτίτσαις των κανδηλίων έπαιζον σειόμεναι ρυθμικώς· του εφάνη δε τότε πως έπαιζαν και τα ματάκια των εικόνων σαν ζωντανά. — Δεν τω έκαμε πλέον εντύπωσιν η τάξις και η ευπρέπεια του ναΐσκου, και δεν ηπόρει.

Και αρπάσας από των χειρών της αδελφής του το γράμμα, ως θα ήρπαζεν ιέραξ στρουθίον, έκρυψεν αυτό ταχέως εις τον κόλπον του. — Μα δεν μ' ερωτούσες ευλογημένε, αν την είχα τελειώσει; — Ενόμισα, . . . εψιθύρισεν ο αδελφός της. — Ενόμισες! υπέλαβε σοβαρώς ο Γεώργιος, όστις είχε παύσει να τρώγη και προσείχεν εις την παράδοξον σκηνήν, της οποίας εμάντευε περιαλγώς τον πρόλογον. Ενόμισες!

Αλλ' αίφνης άνευ ουδεμιάς αφορμής, άνευ ειρμού τινος, χωρίς και ο ίδιος να το εννοήση διατί, μ' εκείνο το ακούσιον κραύγασμα, το οποίον' αναδίδει μόνη της η καρδία πονέσασα αίφνης, ο γέρων εφώνησε μετά παιδικής αυταρεσκείας: — Μπρε, το θαρρείς καλλίτερο αυτούνο απ' τον Άι-Γιώργη μου; — Ποιόν Άι- Γιώργη; εψιθύρισεν ο ενωμοτάρχης απορών. — Το καρυοφύλλι του· απήντησαν πολλοί των χωρκών.

Υπάγωμεν, εψιθύρισεν ο άνθρωπος εκείνος, τείνων την χείρα του προς την Αϊμάν. — Υπάγωμεν, είπεν η νέα, λαβούσα την χείρα του.

Θ' αρχίσης πάλιν τα ίδια και τα ίδια. «Πως μου είσαι βάρος, και κρίματα έξοδα, και του κάκου οι ιατροί, και τούτο κ' εκείνο!» Ό,τι θέλεις λέγε τώρα, αφού το εκατάφερα να σε φέρω εδώ! Μόνον να το 'ξεύρης ότι δεν μου χρεωστείς τίποτε. Σου το είπα και σου το ξαναλέγω. Δεν ήλθα εδώ εξ αιτίας σου. Είχα δουλειάν να έλθω. — Μάλιστα! Δουλειάν είχες, εψιθύρισεν ο τυφλός.

Ο βασιλεύς έβγαλε τα φορέματά του, και άρχισαν οι αγύρται να τον ενδύουν τάχα με τα νέα, το έν κατόπιν του άλλου· ο δε βασιλεύς εγύριζε και εγύριζε και έβλεπεν εις τον καθρέπτην. — Ωραία φορέματα! πηγαίνουν εξαίρετα, έλεγαν όλοι. Τι σχέδιον, τι χρώματα! Ιδού φόρεμα μίαν φοράν! Ο αυλάρχης εν τούτοις επαρουσιάσθη και εψιθύρισεν εις την αυτού Μεγαλειότητα ότι είναι ώρα διά την τελετήν.

— Η φυλή των Αθιγγάνων, είπεν ο ξένος. Δεν είνε αλήθεια ότι σας μισεί ο κόσμος; — Αλήθεια είνε, είπεν εν αμηχανία ο Γύφτος. — Και χωρίς καμμίαν αιτίαν... — Χωρίς αιτίαν βέβαια. — Διότι τι κακόν κάμνετε; Σεις είσθε τίμιοι, εργατικοί. Κανένα δεν πειράζετε. Κυττάζετε την δουλειά σας. — Ναι, έτσι είνε, εψιθύρισεν αμηχανών ο Γύφτος. Χμου!... Γρου!...

Πέτε μας τα ονόματά σας! — Ημείς είμαστε... ήρχισεν ο μπάρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν. — Μπα! αυτή είνε η φωνή του αδερφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. Και είτα εκτείνας την φωνήν·Αργύρη! εγώ είμαι!... εφώναξε. — Τόσο καλλίτερα...μας έβγαλαν κι' από έναν κόπο, εψιθύρισεν ο ιερεύς.