United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολίγα χωρία εν τω Σαίξπηρεις ουδένα δε άλλον ποιητήν ανευρίσκομεν τοιαύταενέχουσι πλειοτέραν τοπικήν χροιάν ή η περικοπή εν η η Κλεοπάτρα παρίσταται ζητούσα να εικάση εις τι ησχολείτο ο Αντώνιος κατά τον χρόνον της απουσίας του : « Ομιλεί τώρα ή ψιθυρίζει; — Πού είνε ο εκ τον γηραιού Νείλου όφις μου;» Ή όταν λέγη προς τον Αντώνιον, μετά την εν Ακτίω καταστροφήν, να αναλάβη το θάρρος του και να προκαλέση νέαν μάχην: «Είνε η ημέρα των γενεθλίων μου· είχον αποφασίση να μην εορτάσω αυτήν· αλλ' επειδή ο σύζυγός μου έγινε πάλιν ο Αντώνιος, θα γίνω και εγώ η Κλεοπάτρα». Ίσως το ωραιότερον πάντων είνε η έκρηξις της οργής του Αντωνίου όταν, μετά την τελικήν καταστροφήν αυτού, εισέρχεται και συλλαμβάνει τον απεσταλμένον του Καίσαρος ασπαζόμενον την χείρα της: «Να επιτρέψης εις άνθρωπον, όστις δέχεται φιλοδώρημα και λέγει «ο θεός να σου τα πληρώση», να λαμβάνη με οικειότητα το χέρι εκείνο με το οποίον έπαιζον εγώ· την βασιλικήν αυτήν σφραγίδα των ευγενών καρδιών

Την στιγμήν εκείνην, ηκούσθησαν και τα πρώτα συρίγματα του ατμοπλοίου, καταπλέοντος εκ Πειραιώς. Εγλυκοχάραζε πλέον. Εν τω μέσω του κενού λιμένος έπαιζον τα φώτα του μαύρου πλοίου, φεγγοβολούντα ακόμη. Ελαφρά πρωινή αύρα έπνεε.

Ταύτα εφευρόντες, διεσκέδαζον ως ακολούθως κατά της πείνης· την μεν μίαν ημέραν όλην έπαιζον, διά να μη σκέπτωνται περί τροφής, την δε άλλην διέκοπτον τα παιγνίδια και έτρωγον. Χάρις δε εις το μέσον τούτο, δεκαοκτώ έτη παρήλθον· εν τούτοις το κακόν, αντί να παύση, ηύξησε.

Τότε, εν μέσω του αμυδρού φωτός, είδε το πρόσωπόν της Λιγείας να ακτινοβολή. Εκείνη έφερεν ακόμη μίαν φοράν την χείρα του Βινικίου εις τα χείλη της και εψιθύρισε: — Η σύζυγός σου . . . . είμαι σύζυγός σου . . . Όπισθεν του τοίχου, οι πραιτωριανοί, οίτινες έπαιζον τους πεσσούς, εξέβαλον φωνάς φιλονεικίας.

— Ο φόρος του ελαιοδεκάτου 15 χιλιάδες! Ηκούετο η φωνή του κήρυκος, παρά την θύραν του κεντρικού εν τω χωρίω καφενείου. Εν αυτώ άνθρωποί τινες έπαιζον πρέφαν. Παρά τινα δε τράπεζαν ογκώδης μηλωτή, σωρευμένη, σκληρά, ακίνητος, ο ειρηνοδίκης του χωρίου, διεξήγε την δημοπρασίαν των ελαιοδεκάτων.

Έχομεν εδώ ένα παιδαγωγόν Έλληνα, είπε, στραφείς προς τον Πετρώνιον, όστις παραδίδει μαθήματα εις τον υιόν μας και η Λίγεια παρίσταται εις τα μαθήματα ταύτα. Ο Πετρώνιος παρετήρει τώρα διά μέσου της λόχμης του κισσού και του αιγοκλήματος τον κήπον και τα τρία πρόσωπα τα οποία έπαιζον εντός αυτού.

Σχεδόν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, δέκα ή δεκαπέντε τον αριθμόν, εισέβαλλον εις την αυλήν, έτρεχαν εδώ-εκεί, εχοροπηδούσαν, εκυνηγούντο γύρω-γύρω εις την καρούταν, έπαιζον το κρυφτάκι, έσκυπταν εις το φρέαρ.

Μειδίαμα τότε εζωγραφίζετο εις τα σιωπηλά της χείλη, μειδίαμα ελαφρόν και γλυκύ, ως είναι γλυκύ το ηλιοβασίλευμα· οι οφθαλμοί της οι νεκροί εκείνοι και ακίνητοι, ως εξ υάλου ψεύτικοι, ανεζούσαν αίφνης κ' ελαμπύριζον κ' έπαιζον. Και τότε ενθυμείτο ότι υπάρχει, και ενθυμείτο ότι ζη.

Ήτο τεσσαρακονταετής περίπου την ηλικίαν, έπαιζον δε γοργοί κ' ευκίνητοι οι μαύροι οφθαλμοί του εν αρμονία προς την ηλιοκαυμένην όψιν του και την μαύρην στιλβηδόνα της μαύρης κόμης του. Η χροιά και του προσώπου και των χειρών του ωμοίαζε προς το βαθύχρουν δέρμα κήτους.

Ο ουρανός με τάστρα του τα λαμπρά, κυαναυγής, αίθριος, κατήρχετο προς τα κάτω, προς τους ιστούς της σκούνας, μ' εφαίνετο, και προσκόπτων προς τας χρυσάς αυτών κορζέτας ωθείτο μετά δυνάμεως προς τάνω, κ' υψούτο πάλιν με τάστρα του, κυαναυγής αίθριος, με τάστρα του τα οποία έπαιζον έπαιζον, ως ανοιγοκλείονται ματάκια, χρυσά ματάκια, αργυρά ματάκια.