United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΘΩΜΑΣ ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Όσο για μένα, δεσποινίς, έχει ήδη γεννηθή μέσα μου η συμπάθεια εκείνη, και δεν έχω ανάγκη να περιμένω περισσότερο. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αν είσθε τόσο εύκολος εσείς, κύριε, δεν είμαι όμως το ίδιο κ' εγώ· και σας ομολογώ ότι η αξία σας δεν επροξένησεν ακόμη αρκετήν εντύπωσι στην καρδιά μου. ΑΡΓΓΑΝ Ας είναι, ας είναι· θα έχης τον καιρό να τον εκτιμήσης όταν θα γίνης γυναίκα του.

Τα χέρια και τα πόδια κατόπιν αφού νιφθήκαν, 'ς τον Οδυσσέα γύρισαν και όλ' ήσαν τελειωμένα. τότ' είπ' εκείνος της καλής βυζάστρας Ευρυκλείας· 480 «Θειάφην, ιάμα των κακών, και πυρ φέρε μου, γραία, το δώμα να θειαφίσω εγώ· και συ την Πηνελόπη κάλεσε, και η θεράπαιναις να την ακολουθήσουν· και όλαις ταις δούλαις του σπιτιού κίνησ' εδώ να φθάσουν».

Για πάμε να ιδούμε είπεν ο Δημήτρης. — Πάμε. Και αμφότεροι έστρεψαν διευθυνόμενοι προς το πλήθος. — Α! ξέρεις τι; είπεν ο Σταύρος αίφνης ιστάμενος και ατενίζων τον σύντροφόν του· θα διαβάσουν αφορεσμό. — Γιατί πράμμα; — Ξέρω κ' εγώ· δε βλέπεις; Τω όντι επί μικρού υψώματος πέριξ του οποίου το πλήθος ήτο συνηγμένον, έκειτο ανεστραμμένος υψηλός λέβης, κατάμαυρος εκ της ασβόλης.

Σωκράτης Είπα λοιπόν εγώ· Πρωταγόρα, μη φαντάζεσαι ότι επιθυμώ να συνδιαλεχθώ μαζί σου με άλλον σκοπόν παρά διά να εξετάσωμεν εκείνα εις τα οποία από φοράν εις φοράν εγώ ο ίδιος έχω αμφιβολίαν.

Την αγάπη μου για μένα, Από τόξα φλογισμένα, Με την πρώτη σαϊτιά Πλήγοσέ τη πέρα πέρα, Να τη νιόθει νύχτα ημέρα Αναμμένη σα φωτιά. Με τη δεύτερη να σώσης Στην καρδιά της ν' αποδώσης Σαϊτιάς την αρετή, Που χωρίς αμφιβολία Να 'χη τέλια αδιαφορία, Για το παν ν' αναισθητή. Πες μου, Έρωτα, να ζήσης, Άδιον τάχα θα μ' αφήσης; Ένας δούλος σου κι' εγώ·

Και μίαν ημέραν που εσεργιάνιζα εις τον αιγιαλόν βλέπω έναν άνθρωπον να με κυττάζη τον οποίον εκύτταξα και εγώ· και αφού τον αθεώρησα καταλεπτώς εγνώρισα που ήτον Αμπίπτης, ο κόνσουλας του πατρός μου από το Σερενδίβ, και ύστερον που αγγαλιασθήκαμεν πολλές φορές.

Σωκράτης Και διά να γείνης τι πράγμα συ ο ίδιος; Ιπποκράτης Διά να γείνω, εννοείται, αγαλματοποιός. Σωκράτης Πολύ καλά, είπα εγώ· τώρα λοιπόν εγώ και συ, αφ' ου υπάγωμεν εις τον Πρωταγόραν, θα είμεθα έτοιμοι να πληρώνωμεν διά σε ως μισθόν τα ιδικά μας χρήματα, εάν αυτά αρκούν και με αυτά τον καταφέρωμεν· εάν δε όχι, δαπανώντες και τα χρήματα των φίλων μας.

Ολίγη ώρα ακόμη, και ο Άνθρωπος έρριπτε το ξύλον κατά γης, και απεσύρετο συντετριμμένος από τον κόπον. Είχε καταβληθή διά της υπομονής. Πλησιάζω τότε προς τον Όνον και λέγω: — Ιδού εγώ· λάλει, σε ακούω, αδελφέ. Έντρομος ερωτά ο Όνος και χωρίς προς τα οπίσω να στραφή: — Έφυγεν ο Άνθρωπος; — Έφυγεν· είμεθα μόνοι. — Παρετήρησε καλά. — Έφυγε και είνε μακράν.

Τι θα κάνατε; τον ρώτησε ανυπόμονα ο Αριστόδημος. — Τι θάκανα; και με ρωτάτε ακόμα; θα γενόμουν Ευμορφόπουλος· αληθινός Ευμορφόπουλος. Δε θα περιοριζόμουνα στη γλώσσα· θάσκαβα τη γη και θα σύναζα κάθε λιθάρι της εποχής τους. Θάνοιγα μουσεία και σχολεία· τίποτ' άλλο. — Κ' έπειτα; — Έπειτα; ο θαυμασμός του κόσμου θάφερνε σε μένα τους τόπους μου. — Θα το κάμω εγώ· είπε αποφασιστικά ο Αριστόδημος.

Και από τι θάνατον απέθανε; τον ερώτησα εγώ· από αγάπην, εκείνος μου απεκρίθη, επειδή και είχεν ακούσει την μεγάλην ωραιότητα της βασιλοπούλας της Κασμυρίας, ονομαζομένης Φαρουχνάζ, την αγάπησεν υπερβολικά και έξω της στράτας, διά το οποίον την εζήτησε πολλές φορές του πατρός της, και δεν εστάθη τρόπος, που να την λάβη· όχι διότι ο πατέρας της δεν ήθελε, να του την δώση, αλλά από αιτίαν αυτηνής, που δεν ήθελε να υπανδρευθή με κανένα τρόπον, με το να είχε μέγα μίσος εις τους ανθρώπους, από αιτίαν ενός ονείρου που είχε ιδεί διά ένα ελάφι, πως είχε παραιτήση μίαν έλαφον εις τα δίκτυα, χωρίς να την βοηθήση να έβγη.