United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όπου ρουφάει το μελίσσι ρουφάω κ' εγώ· μονιάζω μέσα στο λούλουδο· αυτού κοίτομαι την ώρα, που σκούζ' η κουκουβάγια. Στης νυκτερίδας τον ώμο πετώ προς το καλοκαίρι χαρούμενα· χαρούμενος, χαρούμενος μέλλει να ζω αποκάτου εις τάνθι που κρέμετ' από το κλαδί. ΠΡΟΣΠ. Και τι! αυτός είναι ο χαριτωμένος μου Άριελ!

Είνε αυτός ο έρως, ο οποίος θα σου λέγη: — Εγώ είμαι η νόσος σου, και το πάθος σου είμαι εγώ· αλλά σου περιβάλλω τούτο με τόσην γοητείαν, ώστε ημπορείς ν' απορρίψης πάσαν άλλην ηδονήν, διά να βασανίζεσαι αιωνίως από την γλυκείαν μου οδύνην, την οποίαν, ούτε θα θελήσης, εάν δυνηθής, να την αποφύγης, ούτε θα δυνηθής, εάν το θελήσης.

Τίποτε άλλο, είπε, παρά καλάς βέβαια ειδήσεις. — Ο Θεός να δώση, είπον εγώ· αλλά τι τρέχει; Και διά ποίαν αιτίαν ήλθες τόσον πρωί; — Ο Πρωταγόρας έφθασεν, είπεν, αφ' ου εστάθη πλησίον μου. — Από προχθές, είπον εγώ, και συ τώρα το έμαθες; — Μα τους θεούς, είπε, το εσπέρας βέβαια το έμαθα.

Αλλ' είπον εγώ· Λέγουν ότι ουδέ ο Ηρακλής είναι ικανός να τα βάλη με δύο. Αλλά, είπε, κάλεσε εις βοήθειάν σου και εμέ, τον Ιόλαον, εν όσω ακόμη είναι ημέρα. Σε προσκαλώ λοιπόν, είπον, όχι όπως ο Ηρακλής τον Ιόλαον, αλλ' όπως ο Ιόλαος τον Ηρακλή. Δεν θα έχη καμμίαν διαφοράν, είπεν ο Σωκράτης. Αλλά κατά πρώτον ας προσέξωμεν μήπως πάθωμεν κανέν πάθημα. Ποίον πάθημα; Είπον εγώ.

Εάν όμως πράξης ό,τι θα σοι είπω, και συ θα υψωθής και εμέ θα σώσης, διότι ο βασιλεύς Καμβύσης απεφάσισε να με θανατώση και το σχέδιόν του με ανηγγέλθη σαφέστατα. Συ λοιπόν ελθών εδώ φυγάδευσόν με, και εκ των χρημάτων άλλα μεν λάβε συ, άλλα δε άφες να έχω εγώ· διά των χρημάτων δε τούτων δύνασαι να άρξης απάσης της Ελλάδος.

Θα σε πάρω εγώ· είπεν η Μάρω μη χάνουσα κ' εν τη κρισίμω εκείνη ώρα το θάρρος της· ας είνε καλά η μάννα μας. — Ω! η μάννα μας, η μάννα μας! εψιθύρισεν ο Γιάννος εξησθενημένος. Και αφέθη εις τας αγκάλας της αδελφής του, κλείσας τους οφθαλμούς. Η Μάρω έθεσεν αυτόν δίπλα επί των ώμων της, ως ποιμενίς το αποκαμόν θρεφτάρι της κ' επροχώρησεν ούτω αρκετόν διάστημα.

Τον ίδιο σκοπό έχω κ' εγώ· τις ίδιες ελπίδες. Μη δεν είμαι παιδί του πατέρα μου; Θαν τα δουλέψουμε τα χωράφια· μα θαν τα δουλέψουμε αλλοιώς. Άλλος καιρός τότε άλλος τώρα. Για τούτο κ' εγώ θα πάρω άλλο δρόμο. Δε θαν τα οργώσω τα χωράφια εφέτος· θαν τα σκάψω. — Θα φυτέψης αμπέλι; τον έκοψε η κυρά Πανώρια. — Όχι· θα ξερριζώσω κ' εκείνο το λίγο.

Μα τέλος να βαριούνται σαν άρχισαν οι Δαναοί, τότες του λέει ο Αίας «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, ή σήκωσέ με ή εσένα εγώ· και πια ο θεός τι θάβγειΈτσι είπε και τον σήκωσε. Μα αφτός τις πονηριές του 725 δεν ξέχασε, μον του πατάει κλώτσο πιδέξο πίσω και σου τον φέρνει ανάσκελα, κι' αντάμα απάς στα στήθια του πέφτει. Σάστισε ο λαός κι' απόμεινε σαν τόδε.

Θεαίτητος. Αίσθησιν το ονομάζω εγώ· τι άλλο βέβαια; Σωκράτης. Άραγε ολόκληρον αυτό το ονομάζεις αίσθησιν; Θεαίτητος. Κατ' ανάγκην. Σωκράτης. Δηλαδή αυτό, το οποίον δεν έχει την ικανότητα να συλλάβη την αλήθειαν, διότι δεν συλλαμβάνει ουδέ την ύπαρξιν. Θεαίτητος. Όχι βέβαια. Σωκράτης. Επομένως ούτε την επιστήμην. Θεαίτητος. Ούτε. Σωκράτης.

Πως την Χρυσίδα με στερεί ο Φοίβος ο Απόλλων, Κ' εγώ μεν με καράβια μου, και φίλους μου την στέλνω, Αλλά την καλομάγουλην Βρισίδα κ' εγώ παίρνω, Το δώρον σου, ερχόμενος ο ίδιοςτην σκηνήν σου, Για να ιδής εσύ καλά το πόσον απ' εσένα Είμαι καλλίτερος εγώ· να φοβηθή και άλλος Ίσια μ' εμένα να 'μιλή, και όμοιος να γένη.