United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούω έν' αηδόνι σε χαμηλό κλαδί να πικροκελαϊδή και η ψυχή μου λυόνει. Και γάιδαρος παρέκει αποσταμένος στέκει με φόρτωμα 'στή ράχη.. Θεέ μου, πως γκαρίζει! ποιος τάχατε γνωρίζει τι βάσανα να τάχη! Κι' εγώ για να ξεχάνω των στεναγμών τον δρόμο μου έρχεται να κάνω συχνά τον Αστρονόμο. Και λησμονών τα βάρη κυττάζω προς τον Άρη, και βλέπω προς τον Κρόνο για να περνώ τον χρόνο.

Καλή Νεράιδα, της λέγει επί τέλους, κάμε με πεταλούδα, θέλω να πετάξω και δεν ημπορώ! Και από την πολλήν της επιθυμίαν παρ' ολίγον να σπάση, τόσον είχε λυγίσειτο κλαδί της. Η Νεράιδα πολύ σοβαρά την άγγιξε, διά να την στηρίξη· ας γίνης πεταλούδα! Μόλις το είπε και μία ζωηρά ολοκέντητη πεταλούδα επέταξετον κήπον, ανέβη επάνω εις τις ανθισμένες πασχαλιές.

Ακόμη και αυτός θα σας ήταν αρκετός!» «Είναι γέρος σαν τις πέτρες! Τι να τον κάνω τον Έφις; Καλύτερα να χορέψω μ’ ένα κλαδί σκίνουΑλλά ξαφνικά το σκυλί του παπά, αφού γαύγισε επάνω στο μπαλκόνι, έτρεξε αλυχτώντας έξω από την αυλή και οι γυναίκες σταμάτησαν να πειράζονται μεταξύ τους και πήγαν να δουν.

Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας, και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη• και ως θαρρετότην δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, 130 'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν τα μάτια του• και χύνεταιτα βώδια ή και 'ς τ' αρνία, ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα, και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη• όμοιαταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας 135 ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη. τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη, και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη• μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. 140 και αγνάντια στάθη ασάλευτη• και εδίσταζ' ο Οδυσσέας, δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση, ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα, την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση. και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια 145 τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως, αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης. κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον•

Για τούτο και πατέρα μου τον λέω το θεό το Φοίβο, που λατρεύουνε σε τούτο το ναό. Παιάν! παιάν! ευλογημένος νασ' ευλογημένος συ, που απ' τη Λητώ είσαι γεννημένος! Αυτό της δάφνης το κλαδί θα μείνη εδώ απ' έξω, και με ταγγείο το χρυσό τη γη θα καταβρέξω, με το καθάρειο το νερό όπου κυλά στην Κασταλία, εγώ, που απ' την αμαρτία έχω κρεββάτι καθαρό.

Και κοίτα αν είναι σπασμένο κανένα από τα δέντρα σου, αν είναι κομμένο κανένα οπωρικό, αν έχη πατηθή καμιά ρίζα λουλουδιού, αν έχη θολώσει καμιά πηγή. Και χαίρου πως μονάχα εσύ από τους ανθρώπους είδες στα γεράματά σου εμένα. Αφού είπεν αυτά, πέταξε σαν αηδονάκι στις σμερτιές και, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, ανέβαινε στην κορφή μέσ' από τα φύλλα.

Το άνοιξε και έρριψε μέσα κάρβουνο κοπανιστό, μια κουταλιά αδιάργυρο, μια φούχτα αλογόπετρα, ένα κλαδί δενδρολίβανο και ένα βώλο νισαντήρι. Τα ανακάτεψε με μια χρυσή κουτάλα και αμέσως εζεστάθηκαν, εκόρωσαν, εφλογοβόλησαν, έπειτα εκρύωσαν, εκρουστάλλιασαν, και ευρέθη το καζάνι γεμάτο διαμάντια μεγάλα σαν τ' αυγά της περιστεράς.

Ο Βασιληάς ρώτησε τρεις φορές: «Κανείς δε σηκώνεται να κατηγορήση τον Τριστάνο;». Όλοι σιωπούσαν. Τότε είπε στο γραμματέα: «Κάνετε λοιπόν το γρηγορώτερο μια επιστολή. Ακούσατε τι πρέπει να γράψετε. Κάνετε γρήγορα: η Ιζόλδη υπέφερε πάρα πολύ μέσα στα καλλίτερα χρόνια της. Διατάζω να κρεμαστή η απάντησις στο κλαδί του Κόκκινου Σταυρού πριν από απόψε το βράδυ. Κάνετε γρήγορα».

Τη θέση του ψάλτη την αγαπούσε· αγαπούσε όμως και κάθε άλλη θέση που του έδινε αφορμή να δείξη τη φωνή του. Είτε στο στασίδι της εκκλησιάς, είτε στον πάγκο της ταβέρνας, είτε σε γάμου τραπέζι ήταν ίδιος κι απαράλλαχτος. Σήκωνε τα μάτια ψηλά, πλάγιαζε το κεφάλι, έπαιζε ρυθμικά τα δάχτυλα κ' έχυνε αργυρά κύματ' από τα χείλη του, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του.

Δε μάςε ρίχτεις ένα κλαδί; — Μετά χαράς, απήντησεν η κόρη, και μετ' ολίγον εξέτειε μεταξύ των γαστρών το ηλιοκαϋμένον χέρι της, εις το οποίον εκράτει δέσμην βασιλικών και γαρυφάλων. — Όρισε, μπάρμπα Νικολή.