United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα εσηκώθη από τον θρόνον, και επήρε τον Ταμίμ από το χέρι και τον έφερεν εις τον χοντζερέ της και όντας εκεί του είπεν· επειδή και οι νόμοι εδώ δεν δίνουν άδειαν εις το να παραιτήσω το βασίλειον, διά να το δώσω εις εσέ να κυβερνάς διά τούτο δεν πρέπει να σου βαρυφανή μα στεκόμενος μαζί μου θέλεις είσαι συμμέτοχος εις την βασιλείαν μου, και εις την γλυκύτητα μιας ζωής τόσον ευτυχισμένης· του αδελφού σου θέλω του διορίσει μίαν επιστασίαν εις την οποία θέλει έχει αιτίαν να είνε ευχαριστημένος, καθώς και το έκαμεν.

Τότε ο βεζύρης λέγει· τι σου φαίνεται, Χαλιμά; εσύ έχεις την ιδίαν γνώμην με την γυναίκα εκείνου του πραματευτού· όθεν σου τυχαίνει να πάθης τα ίδια· απεκρίθη η Χαλιμά· παρακαλώ σε, κύριε μου αγαπητέ, να μη σου βαρυφανή αν στέκω εις αυτήν μου την γνώμην· η ιστορία εκείνης της γυναικός δεν δύναται να αλλάξη την απόφασίν μου· εγώ ημπορώ να σου διηγηθώ παρόμοιες ιστορίες πολλές, που να σε καταπείσουν εις την γνώμην μου· όθεν ματαίως κοπιάζεις, και ως είπα, αν δεν με παρουσιάσης εις τον βασιλέα, εγώ λαμβάνω το θάρρος μόνη μου να παρουσιασθώ.

Κ' εβγήκε απ' τα χαμόδενδρα ο θείος Οδυσσέας, και με το χέρι το τρανό πολύφυλλο απ' το δάσος κόπτει κλαδί, 'ς το σώμα του την γύμνωσι να κρύψη• και ως θαρρετότην δύναμι, θρέμμα βουνού, λειοντάρι, 130 'που μ' όλο τ' ανεμόβροχο κινά, και μέσα καίουν τα μάτια του• και χύνεταιτα βώδια ή και 'ς τ' αρνία, ή 'ς τ' άγρι' ελάφια, και ζητεί, καθώς τον σπρώχν' η πείνα, και εις κτίριο μέσα στερεό τα πρόβατα ν' αρπάξη• όμοιαταις καλοπλέξουδαις κόραις ο Οδυσσέας 135 ολόγυμνος εσίμονεν, ότ' ηύρε αυτόν ανάγκη. τρομακτικός τους φάνηκε φθαρμένος απ' την άρμη, και τρέμοντας εσκόρπισαν ς' τ' ακροθαλάσσια βράχη• μόνη τ' Αλκίνου εστέκονταν η κόρη, ότ' εις το στήθος θάρρος της έβαλ' η Αθηνά, και αφαίρεσε τον φόβο. 140 και αγνάντια στάθη ασάλευτη• και εδίσταζ' ο Οδυσσέας, δεόμενος της κορασιάς τα γόνατατ' αν θα πιάση, ή από μακρυά θα δεηθή με λόγια μελωμένα, την πόλι να του δείξη αυτή κ' ένδυμα να του δώση. και τούτο συμφερώτερο του εφάνη, με τα λόγια 145 τα μελωμέν' από μακρυά να δεηθή, μην ίσως, αν πιάση αυτής τα γόνατα, βαρυφανή της κόρης. κ' ευθύς λόγον επρόφερε σοφόν και μελωμένον•