United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φεύγουσα έδωκεν εντολήν της Σοφίας, της μεγαλυτέρας μετ' αυτήν αδελφής, κόρης ένδεκα περίπου ετών, να προσέχη καλά τα παιδιά και να υποδεχθή τον μπαμπά, όταν επιστρέψη από τον περίπατον. Και εις τα μικρά είπε να υπακούσουν εις την αδελφήν των Σοφίαν, ως να ήτον αυτή η ιδία· που της το υποσχέθηκαν όλα.

Μπορεί εκείνη να μην αγάπησε· πάει καλά·, μα να μην αγαπήθηκε; άλλος λόγος. Γιατί τότες δε μου το λέει; Αφού μου κρύφτει μικρά, τιποτένια πράματα, μπορεί να μου κρύψη μια μέρα και μεγαλήτερα. Το είπε η ίδια· της αρέσουν τα κρυφά· είναι καλό πράμα νάχη κανείς ένα κρυφόκαι να το φυλάη! Μήπως είναι κρυψιάρα; Κάτι θα τρέχη. Το ξέρω. Και τώρα κάτι θα τρέχη. Το βλέπω. Όλα τάχω παρατηρημένα.

Ούτω λοιπόν ο στρατός, δυσηρεστημένος κατά του Άγιδος ανεχώρησε και επέστρεψε καθείς εις τα ίδια· οι δε Αργείοι ήσαν και αυτοί ακόμη περισσότερον δυσηρεστημένοι κατ' εκείνων οίτινες έκαμαν τας σπονδάς άνευ της συγκαταθέσεως του πλήθους, νομίζοντες ότι αφήσαντες τους Λακεδαιμονίους να φύγουν έχασαν την καλυτέραν περίστασιν ήτις ηδύνατό ποτε να παρουσιασθή εις αυτούς· διότι τωόντι ο αγών θα εγίνετο πλησίον της πόλεώς των και ενώ θα εβοήθουν σύμμαχοι πολλοί και γενναίοι.

Κατ' αρχάς οι Αργείοι παρεδέχθησαν την συνθήκην ταύτην και ο στρατός των Λακεδαιμονίων ανεχώρησεν εκ της Τεγέας εις τα ίδια· μετά τούτο ήρχισαν συνεννοούμενοι μεταξύ των, και μετ' ου πολύ οι αυτοί άνδρες έπεισαν πάλιν τους Αργείους να αφήσουν την μετά των Μαντινέων, Ηλείων και Αθηναίων συμμαχίαν και να κλείσουν μετά των Λακεδαιμονίων την ακόλουθον συνθήκην ειρήνης και συμμαχίας.

Η ίδια· πιο σκοτεινά. Ο Στεφανής ανάμεσα στις πορτοκαλιές. Η Αρετούλα στο παράθυρο δίχως να τονε βλέπη. Αρετ. Ήθελα να ξέρω, σα με γεννούσε η μάννα μου, τι πουλί να κελαϊδούσε μέσα σ' αυτοδά το περιβόλι, και με μάγεψε, και να κλείσω το βράδυ παράθυρο δεν μπορώ δίχως να σκύψω και να το γλυκοδώ!

Διότι μου συμβαίνει τοιούτον τι πράγμα· το ίδιον όνειρον κατά την περασμένην ζωήν μου επανελαμβάνετο πολλάς φοράς, άλλοτε φαινόμενον με μίαν και άλλοτε με άλλην μορφήν, και μου έλεγε τα ίδια· δηλαδή, Σώκρατες, να καταγίνεσαι εις την μουσικήν, δηλαδή τας ωραίας τέχνας, και να ενασχολήσαι εις αυτήν.

Και οι μεν Ηλείοι οργισθέντες διότι δεν εψηφίσθη η προσβολή του Λεπρέου, ανεχώρησαν εις τα ίδια· οι δε άλλοι σύμμαχοι παρεσκευάζοντο εν τη Μαντινεία διά να οδεύσουν κατά της Τεγέας. Τινές μάλιστα Τεγεάται ήθελαν να παραδώσουν εις αυτούς την πόλιν.

Τότε ο μάγειρος παστρεύοντάς τα τά έβαλεν εις το τηγάνι ωσάν τα πρώτα, και όταν τα εγύρισεν από το άλλο μέρος, ιδού ακούεται μία βροντή εις τον τοίχον, ανοίγει ο τοίχος και βγαίνει εκείνη η ίδια ωραιοτάτη κόρη παρομοίως στολισμένη, και με την βέργαν εις το χέρι της εκτύπησεν ένα με την βέργαν, και είπε τα ίδια λόγια που είπε πρωτύτερα, ομοίως και τα ψάρια απεκρίθησαν τα ίδια· έπειτα με την βέργαν της αναποδογύρισε το τηγάνι, και έπεσαν τα ψάρια εις την χόβολην και αυτή εγύρισεν εις τον ίδιον τόπον από όπου βγήκεν.

Σωκράτης Και καθέν από αυτά έχει βεβαίως ιδικήν του ενέργειαν, καθώς τα μέρη του προσώπου; Όπου το μάτι δεν είναι ότι είναι το αυτί, ούτε η ενέργειά του είναι η ιδία· ούτε κανέν από τα άλλα είναι όμοιον με το άλλο, ούτε κατά την ενέργείαν, ούτε εις άλλο τι· και λοιπόν κατά τον ίδιον τρόπον και τα μέρη της αρετής, το έν μέρος δεν είναι όμοιον με το άλλο, ούτε αυτό το ίδιον ούτε η ενέργειά του; Ή είναι φανερόν ότι αυτά δεν ομοιάζουν μεταξύ των, αν ομοιάζουν με το παράδειγμα το οποίον εφέραμεν;

Αυτή βλέποντας την σύγχυσίν μου και τον φόβον που είχα, και μην ημπορώντας να κρατηθή από τα γέλοια, μου είπεν Αμπουλβάρη, εγώ δεν επεθύμησα να σε ιδώ διά να σε φοβίσω· δεν είνε τούτη η σκιά της Γαντζάδας, αλλά είνε αυτή η ιδία· η έκστασίς σου κατά αλήθειαν είνε με κάθε δίκαιον εύλογος, επειδή και δεν ημπορεί τινάς να θεωρήση χωρίς έκστασιν ένα υποκείμενον, που να το ηξεύρη πως είνε πεθαμμένον· εγώ το λοιπόν είμαι εκείνη, και διά να σου αφανίσω κάθε σου φόβον και υποψίαν, θέλω σου διηγηθή τον τρόπον που έκαμα, διά να μην αποθάνω καθώς με ενόμιζες.