Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Αλλ' επιθυμώ βεβαίως, είπεν ο Κέβης. Άκουε λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, διότι θ' αρχίσω. Εγώ λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, Κέβη, όταν ήμην νέος με υπερβολικήν ζέσιν επεθύμησα ν' αποκτήσω εκείνην την επιστήμην, την οποίαν ονομάζουν ιστορίαν της φύσεως.
Η Μπάλκω τότε εξεσκέπασε το πρόσωπόν της και είπεν· εγώ ακούοντάς από πολλούς την φήμην του ονόματός σου, και πως είσαι ένας ευγενικός άνθρωπος και ένδοξος, επεθύμησα να έλθω να δειπνήσω με του λόγου σου. Ο Αμπτούλ με όλον που ήτον διαφορετικός με τες γυναίκες, αυτή όμως του άναψε πολλά την φλόγα του έρωτος, και άρχισε να δείχνη πολλήν κλίσιν προς αυτήν.
Όταν δε μετ' ολίγην ώραν συνήλθα διηγήθηκα τα πάντα εξ αρχής, πώς επεθύμησα να μάθω τι συμβαίνει εις τον ουρανόν, πώς απετάθην προς τους φιλοσόφους και εις ποίαν ασυμφωνίαν τους ευρήκα, πώς απέκαμα ελκόμενος αντιθέτως, και κατόπιν την επινόησίν μου και τα πτερά και όλα τα άλλα μέχρις ου έφθασα εις τον ουρανόν• έπειτα δε ανέφερα και όσα μου παρήγγειλεν η Σελήνη.
Νέε, μου λέγει η βασιλοπούλα, χθες μου επροξένησες πολλήν ηδονήν με τα τραγούδια σου και με τους χορούς σου· διά τα οποία επεθύμησα διά να σε ξαναϊδώ.
Μωρέ, που το παν θεωρείς τόσον μικρόν επειδή συ είσαι τόσον μικρός! — Από ταπρόσβατα βουνά διά της ερήμου, την οποίαν κανένα πόδι δεν επάτησε, έως το τέλος του αγνώστου ωκεανού πνέει το πνεύμα του αιωνίως δημιουργούντος, και χαίρε για κάθε σκόνη που το αισθάνεται και ζη. — Αχ, τότε, πόσες φορές επεθύμησα με τις πτέρυγες ενός περιγιάλι του απείρου ωκεανού, να πιω από το αφρίζον ποτήρι του απείρου εκείνην την πλημμυρίζουσαν ηδονήν της ζωής, και μια μόνη στιγμή εις την περιωρισμένη δύναμη του στήθους μου, να αισθανθώ μίαν σταγόνα της μακαριότητος του όντος, που το παν μέσα του και από μέσα του παράγει.
Την επομένην ημέραν τω όντι η Κυρά Ρήνη, καμφθείσα υπό των δακρύων και των παρακλήσεων της Μάρως, απέλυσε τον Γιάννο της φυλακής του και του επέτρεψε να παίξη μαζί της εις την αυλήν. Τα δύο παιδία ερρίφθησαν εις τας αγκάλας το έν του άλλου μετά θέρμης. — Γιάννο μου, σ' επεθύμησα. — Κ εγώ, Μάρω μου. . . Δεν ετόλμησαν όμως να ειπούν περισσότερα.
Τι κάνουν οι δικοί μας στην Αθήνα; Να σου πω την επεθύμησα την Αθήνα μας. Έπειτα, εκτείνας την παλάμην προς τον συμπατριώτην, του είπε: — Δος μου τώρα μια δεκάρα! — Δεν έχω ψιλά, καϋμένε. Έπειτα. — Α! στο διάολο λοιπόν, μπαγάσα! Κατά την τελευταίαν επανάστασιν, εγνώρισα εις την Κρήτην ένα Αθηναίον κουτσαβάκην.
Αυτή βλέποντας την σύγχυσίν μου και τον φόβον που είχα, και μην ημπορώντας να κρατηθή από τα γέλοια, μου είπεν Αμπουλβάρη, εγώ δεν επεθύμησα να σε ιδώ διά να σε φοβίσω· δεν είνε τούτη η σκιά της Γαντζάδας, αλλά είνε αυτή η ιδία· η έκστασίς σου κατά αλήθειαν είνε με κάθε δίκαιον εύλογος, επειδή και δεν ημπορεί τινάς να θεωρήση χωρίς έκστασιν ένα υποκείμενον, που να το ηξεύρη πως είνε πεθαμμένον· εγώ το λοιπόν είμαι εκείνη, και διά να σου αφανίσω κάθε σου φόβον και υποψίαν, θέλω σου διηγηθή τον τρόπον που έκαμα, διά να μην αποθάνω καθώς με ενόμιζες.
Ετούτο είναι, ω αυθέντη, εκείνο που επεθύμησες διά να μάθης από εμένα· στοχάσου κατά το παρόν αν εγώ χαίρωμαι μίαν τελείαν ευτυχίαν· είμαι διά παντός θλιμμένος, που δεν απόλαυσα εκείνο που επεθύμησα, ήγουν που δεν ηύρα την Αλγεμάλ· που η αγάπη την οποίαν επρόσφερα προς αυτήν δεν απολείπει που να με συγχίζη και να με κάνη να μην έχω ποτέ ανάπαυσιν και με όλον που στοχάζομαι πως είναι μία τρελλαμάδα η φαντασία μου εις το να φέρνω μίαν τόσην αγάπην εις μίαν γυναίκα, που εις τον κόσμον πλέον δεν είναι, μα με όλον τούτο αυτή βασιλεύει πάντα εις την καρδίαν μου και με κάνει αναίσθητον εις κάθε ηδονήν.
ΧΑΡΩΝ Επεθύμησα, ω Ερμή, να ίδω πώς είνε τα πράγματα της ζωής και τι πράττουν οι άνθρωποι, αλλά προ πάντων τι χάνουν, όταν πεθαίνουν, και μας έρχωνται κάτω όλοι με κλάμματα• διότι κανείς δεν κάνει αυτό το ταξείδι χωρίς δάκρυα. Εζήτησα λοιπόν από τον βασιλέα του Άδου άδειαν μιας ημέρας και, όπως ο Θεσσαλός εκείνος νέος , ανέβηκα εις το φως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν