Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Εβροντούσε πέρα μακράν, και λαμπρά βροχή έπιπτε θορυβωδώς επάνω εις την γην, και η πλέον τερπνή ευωδία με όλο το μέστωμα θερμής ατμοσφαίρας ανέβαινεν έως εμάς. Η Καρολίνα εστέκετο στηριγμένη εις τον αγκώνα της· το βλέμμα της διεπέρα την χώραν, έβλεπε προς τον ουρανόν και προς εμέ, είδα τα μάτια της γεμάτα από δάκρυα, έβαλε το χέρι της επάνω στο δικό μου και είπε: Κλοπστόκ!

Έτυχε ποτέ, καλέ μου αναγνώστα, να ονειρευθής ότι σε απαγχονίζουσιν ή ότι από μέρους υψηλού πίπτεις εις βάραθρον ακαταμέτρητον; Καθ' ην στιγμήν σφίγγει τον τράχηλον το σχοινίον ή μέλλει το σώμα σου να συντριβή, εξυπνάς και ευρίσκεσαι εντός θερμής κλίνης, έχων τον νυκτικόν πίλον επί της κεφαλής και τον κύνα σου παρά τους πόδας.

Ω έλα να σε πιάσω!... Δεν σ' έπιασα, αλλά εκείνα τα 'μάτια μου σε βλέπουν!... Ω φάντασμα απαίσιον, δεν είσαι κ' εις το χέρι καθώς ς' τα μάτια αισθητόν; ή μη δεν είσαι άλλο παρά μαχαίρι φανταστόν, απάτης μόνον πλάσμα που το γεννά η κεφαλήτην έξαψιν της θέρμης; Όμως σε βλέπω πάντοτε, ψηλαφητόν σε βλέπω καθώς αυτό, που το τραβώ από την θήκην τώρα!

Όταν πράττη το καθήκον του, αναθέτει εμπιστευτικώς εις τον Θεόν την μέριμναν του να προμηθεύη αυτώ παν ό,τι είναι αναγκαίον προς συντήρησιν του σώματος, όπερ εκείνος έπλασε· θα ζητήση μετά περισσοτέρας θέρμης τον άρτον εκείνον τον εξ ουρανού, και το ζείδωρον εκείνο ύδωρ εκ του οποίου, όστις πίνει δεν διψά πλέον.

συ, καρδιά μου, βάστα· νεύρα μου, σεις, μη ξάφνου τώρα μου γεράστε, στηρίξτε με σφικτά! Να μη σε λησμονήσω! ναι, καϋμένο Πνεύμα, ενόσω η μνήμη τόποντην σαλευμένην τούτην σφαίραν έχει ακόμη. Υπό το κράτος της πρώτης εντυπώσεως είχεν υποσχεθή εις το Πνεύμα του πατρός του να ορμήση εις την εκδίκησίν του με πτερά γοργότατα όσον είναι της θείας προσευχής ή της θερμής αγάπης,

Ο Κλέων ενεθάρρυνε τον φίλον του διά γλώσσης θερμής. — θα μείνης πλησίον μου όσον θέλεις, του είπε, χωρίς να στενοχωρήσαι και με τον καιρόν κάτι θα ευρεθή και διά σε. Αλλά και η νεαρά σύζυγος του ιατρού πολύ συνεπάθησε τον Ισίδωρον, τη υπερήρεσε δε η ζωηρότης και το εύθυμον του χαρακτήρος του, προσόντα τα οποία δεν εύρισκεν εις τον σύζυγον, βυθισμένον πάντοτε εις τα βιβλία και τας συνταγάς του.

Την επομένην ημέραν τω όντι η Κυρά Ρήνη, καμφθείσα υπό των δακρύων και των παρακλήσεων της Μάρως, απέλυσε τον Γιάννο της φυλακής του και του επέτρεψε να παίξη μαζί της εις την αυλήν. Τα δύο παιδία ερρίφθησαν εις τας αγκάλας το έν του άλλου μετά θέρμης. — Γιάννο μου, σ' επεθύμησα. — Κ εγώ, Μάρω μου. . . Δεν ετόλμησαν όμως να ειπούν περισσότερα.

Απαυδήσας τέλος εκ της μακράς ελπίδος, — πόσον κουράζει η ελπίς! — εβυθίσθην εντός της θερμής κλίνης μου ανάπλεως οργής. Η σελήνη ήτο εις το τέλος της και εξαπατά, τον χειμώνα. Μου ήλθεν ύπνος. Πρέπει να εκοιμήθην αρκετά. Διότι είδον και όνειρα· Όνειρα τερπνά και όνειρα φοβερά. Όνειρα ευώδη και όνειρα βρωμερά. Είδον την όρθριον ακολουθίαν υπέρλαμπρον, πανευφρόσυνον.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν