United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν υπήρχεν άρα πιθανότης ούτε η επανάστασις να μεταδοθή εις Χίον, ούτε των Τούρκων η οργή και ο φανατισμός να εκσπάσωσι κατά των κατοίκων. Όθεν έβλεπα με ήσυχον την καρδίαν της αναχωρήσεως τας προετοιμασίας. Η άγκυρα εκρέματο ήδη από της πρώρας• άμα ανήλθομεν επί του καταστρώματος η λέμβος ανηρτήθη, τα ιστία ηπλώθησαν και απεπλεύσαμεν. Εκοιμήθην την νύκτα ωραία.

Εις ένα μέρος το υπόγειον ήτο τόσον χαμηλόν, που εκινδύνευσα να κτυπήσω την κεφαλήν μου εις την πέτραν, και να πληγωθώ, και μόλις επέρασα με μεγάλην προσοχήν εκείνο το στενόν μέρος, το οποίον με έκαμε προσεκτικώτερον εις το ακόλουθον ταξείδιον εις εκείνην την υπόγειον οδοιπορίαν με όλον που έτρωγα τόσον ολίγον, όσον δηλαδή το αναγκαίον προς το ζην, έσωσα τέλος πάντων όλα μου τα φαγητά· όθεν εις το εξής μην έχοντας άλλα να παρηγορήσω την πείναν μου, άρχισα να κυριεύομαι από μίαν αδυναμίαν και από ένα γλυκύν ύπνον· πόσον όμως εκοιμήθην, δεν ηξεύρω· αλλ' όταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός, βλέποντας μίαν μεγαλωτάτην και ευρύχωρον πεδιάδα, και την καλαμωτήν μου δεμένην εις την άκρην του ποταμού, και εκεί πλησίον πολλούς Αράπηδες που με εθεωρούσαν· εσηκώθην ευθύς ως τους είδον και τους εχαιρέτησα, και αυτοί μου ωμίλησαν, αλλ' εγώ δεν εκατάλαβα την διάλεκτόν τους.

Μου εφάνη πως δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ήμουν όλην την ημέραν κατηφής και λυπημένος. — Ακούς εκεί; Με τον ήλιον να σημάνουν αι εκκλησίαι; ημέρα πλέον; Κατά το έθος, εκοιμήθην ενωρίς, την παραμονήν, και περί την δευτέραν ώραν, μετά τα μεσάνυκτα, εγερθείς, ανέμενα ν' ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού των Ταξιαρχών εις τους Αέρηδεςένα γλυκύτατον, αργυρόηχον κώδωνα.

Διά ποίαν αιτίαν ζητείς τον θάνατον μου; Ποίαν πόλιν επρόδωσα, ποίον από τα παιδιά σου εσκότωσα, πού έβαλα πυρκαϊάν; Διά της βίας εκοιμήθην με τον κύριόν μου και φονεύεις εμέ αντί εκείνου ο οποίος είναι η αιτία; Αφήνεις την αρχήν και φέρεσαι εναντίον του αποτελέσματος; Ω, τι δυστυχία είναι αυτή! Δυστυχισμένη μου πατρίς, πόσα υποφέρω!

Ο Διδάσκαλος θα σε εδίδασκε ν' αφαιρέσης και ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου και εις την ψυχήν της να τα προσθέσης. Έπραξες τούτο; — Έπραξα και τούτου κάτι πλέον· αφήρεσα όλα του καπελλίνου τα πτερά, κατέστρεψα δε μάλιστα και το καπελλίνον· αφού δε μετέβαλον την ψυχήν της εις έν θαυμάσιον πτηνόν, έπεσα και εκοιμήθην ήσυχος.

Ο πατέρας μου έφερε καινούργιο φορεματάκι, εύμορφον, κ' εκοιμήθην μαζί μ' αυτό στην αγκαλιά μου. Εις τον πρώτον ακουσθέντα του κώδωνος της εκκλησίας ήχον επετάχθην. Όλοι οι κάτοικοι καθαροί, ειρηνικοί, φαιδροί συνήχθησαν εις την εκκλησίαν. Τι τάξις! τι ευπρέπεια! τι κοσμιότης! Ο ένας εφημέριος, υψηλός, στερεός, με τα χρυσά του άμφια και την χρυσήν του στόφαν, ωμοίαζε με τον αρχιστράτηγον Μιχαήλ.

Εξηπλωμένος επί της πρύμνης ησθανόμην υπ' εμέ το σκάφος υψούμενον και καταπίπτον και ήκουα τον άγριον ρόχθον της θαλάσσης πληττούσης τα πλευρά του, τον οργίλον συριγμόν των αφριζόντων κυμάτων, των σχοινιών τον γογγυσμόν, και του πηδαλίου το τρίξιμον. Είχα τους οφθαλμούς κλειστούς, αλλά δεν εκοιμήθην όλην την νύκτα. Τα μέλη μου ήσαν βαρέα, μου έλειπε δε και δύναμις και θέλησις να τα κινήσω.

Συνεμορφώθημεν με τας περιστάσεις και επεράσαμεν την νύκτα επί του σλεπίου. Εκοιμήθην εις το ένα από τα δύο κρεββάτια του πλοίου. Είναι ανωφελές να περιγράψω τα κρεββάτια ενός σλεπίου των 60 έως 70 τόννων. Εκείνο που είχα εγώ δεν είχε καθόλου στρωμνήν.