Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


ΠΕΤ. Δεν εννοείς, Μίκυλλε, γιατί το έκαμα αυτό, γιατί δεν γνωρίζεις ότι κάθε ζωή έχει και δική της δίαιτα. Εγώ όταν ήμουν άνθρωπος δεν έτρωγα κουκιά, διότι εφιλοσόφουν• τώρα όμως δεν μ' εμποδίζει τίποτε να τρώγω, διότι αυτή η τροφή είνε των πουλιών και δεν μας απαγορεύεται.

Σου πήρε τα μυαλά. — Ωμορφούλα, λέει; Η φωνή του Μπαρμπα-Δημητρού όλο και αντρείευε. Έστησε το κορμί του ολόρθο και χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. Έστρηψε και το μουστάκι με τα δυο δάχτυλα. — Άιντε ντε!... Αμ' αν δεν ήτανε τέτοια, δεν έτρωγα τα σίδερα να την πάρω. Πέντε χρόνια αγάπη. — Πέντε, αι; — Πέντε σωστά. Μ' έφαγε στο νάζι και στα πεισματικά. Μωρέ το θυμάσαι το Μοσχαδώ; — Ακούς, λέει!

Τρεις τότες χύθηκε βολές ζητώντας ναν τον σφάξει, 445 και τρεις με τ' όπλο τη βαθιά κοπάνισε θολούρα· μα όταν και τέταρτη όρμησε λες σα στοιχιό οχ τον Άδη, τότε έμπηξε φριχτή φωνή και τούπε αφτά τα λόγια «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα. Σε γλύτωσε πάλε, σκυλί, ο Απόλλος, 450 π' όλο και θαν του κλαίγεσαι σαν έρχεσαι στη μάχη.

Μας έφερε ένα μεγάλο μπρίκι γεμάτο γάλα. Ο Λευθέρης εβουτούσε το ψωμί του μέσα, εμάσσαε της μπουκιές, κ' ερροφούσε το γάλα. Εγώ έτρωγα ψωμί και εληές. Η τσοπάνισσα τότε, σαν είδε που το ψωμί μας ήτο μπαγιάτικο, δύο-τριών ημερών, μας έφερε μια μεγάλη πλακόπηττα ανεβατή, φρέσκη της ημέρας, και μου την έδωκε. — Τι πειράζεσαι; είπα. Κ' έβαλα την πήττα μέσ' το ταγαράκι μου.

Πηγαίναμε στη σειρά, όπως οι καταδικασμένοι…» «Μα δεν ήσασταν στη θάλασσα;» «Στη θάλασσα, ναι, τι λέω; Στη θάλασσα και με φουρτούνα μάλιστα. Βράχηκα πολλές φορές. Από πείνα δεν υποφέραμε, όχι. Έπειτα, ποιος πεινούσε; Εγώ, όχι. Καμιά φορά αισθανόμουν σαν ένα χέρι να μου σφίγγει δυνατά το στομάχι και ήταν σαν να ήθελε να μου το ξεριζώσει, τότε έτρωγα και ηρεμούσα.

Της έβγαλα αίμα κι άρχισα να γλύφω το αίμα... το αίμα της γυναίκας μου.... Φτου!... γαμώ το γόνα του, φτου!... Αναίστητη πάντα αυτή. Θα την έτρωγα δίχως άλλο τότες, αλλ' ο Θεός δε θέλησε να με κολάση περισσότερο. Φύσηξε άξαφνα ένας βορριάς!... ένας βορριάς! Είδες το πέλαγο κι αναταράζουνταν σα νερό που βράζει στο καζάνι.

Αυτός ο γιατρός ήτανε ο πιο άσχημος απ' όλους τους άντρες κ' εγώ η πιο δυστυχισμένη απ' όλα τα πλάσματα, αφού έτρωγα ξύλο για έναν άντρα, που δεν τον αγαπούσα. Ξέρετε, κύριε, πόσο είναι επικίνδυνο, για μια ζηλιάρα νάναι γυναίκα γιατρού.

Κι' ενώ ο Διομήδης έτρεχε κατά το δρόμο τ' όπλουεκεί στο χώμα τούπεσεμέσα απ' τους πρωτομάχους, τότες αφτός συνέφερε, και πίσω μες στ' αμάξι πηδά και τρέχει ως στους στερνούς και σώζεται απ' το χάρο. 360 Κι' έσκουξε του Τυδέα ο γιος, με το κοντάρι ορμώντας «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα.

Έρχεται ο Χάρος και του κάκου! Όλα, όλα τα ξαναβλέπω με μιας. Τα χαρούμενά μου τα νιάτα, τη ζωή μου από παιδί. Κάθουνταν ο παπούς απάνω στο σοφά και μ' έπαιρνε στη γούνα του μέσα και κρύφτουμουν και γελούσε ο παπούς! Αχ! όλα, όλα τα θυμούμαι. Πόσο μ' αγαπούσε! Κάτω, εκεί κάτω στον μπαξέ μας, τι πρασινάδα που είταν! Πήγαινα κ' έτρωγα ερίκια. Άγουρα τα διάλεγα και μου άρεζαν.

Εις ένα μέρος το υπόγειον ήτο τόσον χαμηλόν, που εκινδύνευσα να κτυπήσω την κεφαλήν μου εις την πέτραν, και να πληγωθώ, και μόλις επέρασα με μεγάλην προσοχήν εκείνο το στενόν μέρος, το οποίον με έκαμε προσεκτικώτερον εις το ακόλουθον ταξείδιον εις εκείνην την υπόγειον οδοιπορίαν με όλον που έτρωγα τόσον ολίγον, όσον δηλαδή το αναγκαίον προς το ζην, έσωσα τέλος πάντων όλα μου τα φαγητά· όθεν εις το εξής μην έχοντας άλλα να παρηγορήσω την πείναν μου, άρχισα να κυριεύομαι από μίαν αδυναμίαν και από ένα γλυκύν ύπνον· πόσον όμως εκοιμήθην, δεν ηξεύρω· αλλ' όταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός, βλέποντας μίαν μεγαλωτάτην και ευρύχωρον πεδιάδα, και την καλαμωτήν μου δεμένην εις την άκρην του ποταμού, και εκεί πλησίον πολλούς Αράπηδες που με εθεωρούσαν· εσηκώθην ευθύς ως τους είδον και τους εχαιρέτησα, και αυτοί μου ωμίλησαν, αλλ' εγώ δεν εκατάλαβα την διάλεκτόν τους.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν