United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολύ μάλιστα. Λοιπόν ως προς το να παρακινήσωμεν αυτούς να λάβουν μέρος εις την ωδήν προς χάριν μας ίσως αυτός ο τρόπος δεν είναι εντελώς άσχημος. Διόλου μάλιστα. Ποίαν όμως φωνήν ή μουσικήν θα ψάλουν οι άνδρες; Ή είναι φανερά βεβαίως ότι θα ψάλουν την αρμόζουσαν εις αυτούς; Πώς όχι; Ποία λοιπόν αρμόζει εις θείους άνδρας; Μήπως άραγε η φωνή των χορών;

Τελειώνοντας τούτους τους λόγους βγάζει ένα δακτυλίδι που είχεν εις το δάκτυλόν του· και ο βασιλεύς ευθύς τον είδε πώς δεν ήτον άλλο, παρά ένας άσχημος γέρων.

Ήτο τόσον άσχημος και ανόητος αυτός, ώστε με τόσας προσπαθείας να μη δυνηθή να καταφέρη ένα κορίτσι; Και επειδή το αξίωμα της χήρας περί της αγουρίδας είχεν εγκατασταθή εις τον εγκέφαλόν του ως απόλυτος αλήθεια, επείσμωνεν έτι μάλλον βλέπων ότι δι' αυτόν διεψεύδετο και η αγουρίδα, αντί να γλυκάνη με τον καιρόν, εγίνετο ξυνωτέρα.

Ήθελα να τον έβλεπα τώρα όπου είμαι εις καλήν διάθεσιν. — Βέβαια, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Η μαγισσά μου κάμνει ό,τι και αν επιθυμήσω. Δεν είναι αλήθεια; Και επάτησε τον σάκκον διά να τρίξη το δέρμα. — Μου λέγει ναι! Αλλά είναι άσχημος ο διάβολος και καλλίτερα να μη τον ίδης. — Ω! δεν φοβούμαι· ωσάν τι να ομοιάζη; — Θα είναι απαράλλακτος καλόγηρος.

Είχε μέλανας και μεγάλους οφθαλμούς, ωχράν και αδύνατον την όψιν, και ωραίαν καστανήν κόμην. Το ανάστημά της εφαίνετο ολίγον κυρτόν. Ηδύνατο να καταστή ωραία, αν δεν έζη εν μέσω τοιούτου κύκλου, αλλά νυν δυσκόλως ηδύνατό τις να διακρίνη αν ήτο ευειδής ή άσχημος. Μεθ' όλην την ασβόλην καθ' ης επάλαιε, προσεπάθει να ενδύηται κοσμίως, και σπανίως εφαίνετο κηλιδωμένη.

Μα τα φθονερά κορίτσια λέγανε πως πέθανε κι' αυτή απ' την αγάπη, πως ένας κρυφός καϋμός την έφαγε για τον άσχημο άνθρωπο και πως όλα γίνονται στον κόσμο. Κανένας όμως δεν το πίστεψε.... Έτσι ο άσχημος άνθρωπος σε λίγο καιρό πήρε μαζή του την αγάπη του, και δεν την άφησε να την χαρή άλλος κανένας στον κόσμο.

Ίσως θωρώντας όλ' αυτά μαντάτορα θα στείλη όμως εγώ τη θύρα μου θα την κρατώ κλεισμένη ως να την κάνω να ορκισθή πως θάρθη να μου στρώση γάμου κρεββάτι στη στεριά και στο νησί μας τούτο. Γιατί δεν είμαι κι άσχημος όπως με λέει ο κόσμος.

Ουδέποτε ευαίσθητος αλλ' άσχημος δεσποινίς, παρηγκωνισμένη εις γωνίαν τινά της αιθούσης χορού, ησθάνθη μεγαλειτέραν ταπείνωσιν και λύπην, όσην εγώ την στιγμήν εκείνην εν τω θυλακίω του χονδροειδούς και ρυπαρού μου κατόχου, ούτε θερμοτέραν ευγνωμοσύνην προς τον καλούντα αίφνης αυτήν χορευτήν, όσην εγώ προς τον πλησιάσαντα εις τον πωλητήν μου κοντόν και παχύν βρακοφόρον, και ειπόντα μετ' ευμενούς και απλοϊκού μειδιάματος.

Και ύστερα από αυτά εστοχάσθη να μη της κρατήση πλέον κρυφό, το ποίος ήτον αυτός αλλά να της το φανερώση, διά να την χαροποιήση περισσότερον μα αντί να την χαροποιήση, και να την καλοκαρδίση, την έκαμε να μείνη εκστατική οπόταν αυτός άρχισε την ιστορίαν με τον ακόλουθον τρόπον. Με όλον που σου φαίνομαι τόσον άσχημος, και πολλά γηραλέος, ήξευρε, ω ωραία μου Κατηγέ, πως εγώ είμαι αθάνατος.

Είχε την συμμετρίαν των χαρακτήρων και την έκφρασιν του βλέμματος και το ήθος όπερ ονομάζουσί τινες των συγχρόνων «συμπαθητικόν» ελλείψει άλλης λέξεως δυναμένης να εκφράση ακριβέστερον το πράγμα. Αλλ' όμως μεθ' όλα τα φυσικά ταύτα δώρα, την στιγμήν ταύτην εφαίνετο άσχημος, με την σκαιάν εκείνην κατήφειαν του προσώπου.