United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βερναρδάκη πρωτότυπον γνώμην μερικών φιλολόγων της πρωτευούσης σας, οίτινες νομίζουσιν ότι η κ ά θ α ρ σ ι ς συνίσταται εις την απ' ευθείας αποδοκιμασίαν του κακού· εγώ όμως ζων μακράν των φωστήρων τούτων, μόνος με τα βιβλία μου, συμμερίζομαι ακόμη την γνώμην του Αριστοτέλους, του Σχεγέλου και των άλλων κριτικών, οίτινες κάθαρσιν ονομάζουσι την δι' οιουδήποτε τρόπου εμπνεομένην αποστροφήν κατά της κακίας.

Κατά το ακόλουθον όμως δεν συμφωνούσι με κανέν ελληνικόν έθνος· αντί να χαιρετίζωσιν αλλήλους καθ' οδόν διά της φωνής, προσκυνούσι καταβιβάζοντες την χείρα μέχρι γόνατος. Φορούσι δε χιτώνας λινούς με θυσάνους περί τα σκέλη· ονομάζουσι δε τους θυσάνους τούτους καλασίρεις, και άνωθεν του χιτώνος φορούσι μανδύας εκ μαλλίου λευκού.

Η μόνη μεταξύ αυτών διαφορά είναι ότι σήμερον δεν ονομάζουσι πλέον με το όνομά των τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος· καθ' όλα όμως τ'άλλα είνε απαράλλακτοι, και εξαίρεσις του κανόνος τούτου δεν υπάρχει καμμία.

Είχε την συμμετρίαν των χαρακτήρων και την έκφρασιν του βλέμματος και το ήθος όπερ ονομάζουσί τινες των συγχρόνων «συμπαθητικόν» ελλείψει άλλης λέξεως δυναμένης να εκφράση ακριβέστερον το πράγμα. Αλλ' όμως μεθ' όλα τα φυσικά ταύτα δώρα, την στιγμήν ταύτην εφαίνετο άσχημος, με την σκαιάν εκείνην κατήφειαν του προσώπου.

Μη έχουσα έπειτα εν τω κελλίω ούτε σκύλλον να δείρη, ούτε σινικά αγγεία να σπάση έκρυψε μεταξύ των χειρών το πρόσωπον και ήρξατο να κλαίη. Ουδέν γλυκύτερον των δακρύων, οπόταν υπάρχη χειρ έτοιμη να τα σπογγίση ή χείλη πρόθυμα να ροφήσωσι την β ρ ο χ ή ν τ α ύ τ η ν τ η ς κ α ρ δ ί α ς, ως ονομάζουσι αυτά οι Ινδοί.

Ο άνθρωπος έρμαιον της ιδίας αυτού αδυναμίας, ην οι μεν θεοί ονομάζουσι Μωρίαν οι δε θνητοί καλούσι Μοίραν κατ' αναγραμματισμόν ίσως, παρασύρεται υπό της ακαθέκτου φοράς των παθών, μέχρις ου ο κρημνός τον κατασυντρίψη ή η άβυσσος τον καταπίη και ούτως επανέλθη εις το μηδέν. Και τούτο θα ήτο το μέγιστον ευτύχημα.

Αλλαχού τρέφονται με σίτον και κριθήν· αλλ' οι Αιγύπτιοι θεωρούσιν αισχρότατον και υποβάλλωνται εις τοιαύτην δίαιταν, και μεταχειρίζονται όλυραν, την οποίαν τινές ονομάζουσι ζειάν. Ζυμόνουσι με τους πόδας, με τας χείρας δε ανακατόνουσι τον πηλόν και καθαρίζουσι την κόπρον.

Αν και ονομάζουσι βεβαίως ακολασίαν το να εξουσιάζηται κανείς από τας ηδονάς, αλλ' όμως συμβαίνει εις αυτούς, ενώ κυριεύονται από ηδονάς, να εξουσιάζουν αυτοί άλλας ηδονάς. Τούτο δε είναι όμοιον με εκείνο, το οποίον προ ολίγου ελέγομεν, ήγουν με το ότι αυτοί έγιναν εγκρατείς, τρόπον τινά ένεκα ακολασίας. Φαίνεται, βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.

Νομίζουσι δε ότι μόνοι θεοί είναι ο Διόνυσος και η Αφροδίτη, και λέγουσιν ότι κείρουσι τας τρίχας της κεφαλής των ως και ο Διόνυσος· τας κόπτουσι δε κυκλοτερώς και ξυρίζουσι το άνω μέρος των κροτάφων. Ονομάζουσι δε τον μεν Απόλλωνα Οροτάλ, την δε Αφροδίτην Αλιλάτ.

Ο Κανδαύλης, τον οποίον οι Έλληνες ονομάζουσι Μυρσίλον, ήτο βασιλεύς των Σάρδεων και κατήγετο εκ του Αλκαίου, υιού του Ηρακλέους· διότι ο Άγρων, υιός του Νίνου, έγγονος του Βήλου, δισέγγονος του Αλκαίου, υπήρξεν ο πρώτος των Ηρακλειδών όστις εβασίλευσεν εις τας Σάρδεις, και ο υιός του Μύρσου Κανδαύλης υπήρξεν ο τελευταίος.