United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμπρός, εν τη πρώρα, ο κυρ-Δημάκης κουκουλωμένος υπό την χλαίναν του ως αμνάς γονατισμένη, εθεώρει τον πυθμένα, όστις ήρχιζε να διακρίνηται πολύχρωμος, πολυσχιδής, προσεγγιζούσης της λέμβου πρός τινα ξηράν νησίδα, πρό τινος ερήμου όρμου άδων το φαιδρόν τραγουδάκι του, ίνα μετριάζη την κατήφειαν, ήτις εξηκολούθει να περιβάλη το άκακον πρόσωπόν του ως μαύρη σκέπη.

Ο Τριαμάτης όμως δεν εφαίνετο συμμεριζόμενος την ιδέαν του. Αυτός δεν ηδύνατο να είνε ευχαριστημένος εις τόπον όπου εύρε μόνον εχθρούς. Και τας θωπείας του κυρίου του εδέχθη μάλλον με κατήφειαν. Ούτω τουλάχιστον ενόμισεν ο Μανώλης, όστις του είπε: — Πώς! δε σ' αρέσει το χωριό;

Αλλά φευ! ενόησεν ήδη ότι αι στερρόταται αποφάσεις είνε αι δυσεκτελεστόταται. Εν τη καρδία αυτού συνέβαινε τόσον σφοδρά πάλη, ώστε ήτο τω όντι θλιβερόν θέαμα να βλέπη τις την κατήφειαν της μορφής του. Και όμως οι μελαγχροινοί χαρακτήρες του ήσαν όχι άσχημοι. Ο Μάχτος ηδύνατο να φανή ανεκτός, αν μετρίως εκαλλωπίζετο.

Κι' αμέσως από στόματος εις στόμα εσαλπίσθη του πασιγνώστου ποιητού η μέλλουσα φυγή, κι' εις πένθος και κατήφειαν η κώμη εβυθίσθη, ωσάν να την εμάστιζε του Φαραώ πληγή. Καλέ θα φύγη, έλεγαν, ο ποιητής αλήθεια; θα φύγη ο Μπερτόδουλος και ο Ανεμοκτύπης, οπού μας διεσκέδαζε με τόσα παραμύθια; και μόνο που δεν έκλαιαν εκ της πολλής των λύπης.

Είχε την συμμετρίαν των χαρακτήρων και την έκφρασιν του βλέμματος και το ήθος όπερ ονομάζουσί τινες των συγχρόνων «συμπαθητικόν» ελλείψει άλλης λέξεως δυναμένης να εκφράση ακριβέστερον το πράγμα. Αλλ' όμως μεθ' όλα τα φυσικά ταύτα δώρα, την στιγμήν ταύτην εφαίνετο άσχημος, με την σκαιάν εκείνην κατήφειαν του προσώπου.

Άμα έφθασεν εις Σαλαμίνα το πλοίον το φέρον το νεκρόν σώμα του Καραϊσκάκη, όλοι οι κατοικούντες και παροικούντες εις αυτήν άνδρες, γυναίκες, παιδία και γέροντες εξήλθον εις προϋπάντησιν με μίαν γοεράν κατήφειαν, με θρήνους και με δάκρυα. Προηγείτο εις την εκφοράν το ιερατείον ενδεδυμένον την ιερατικήν στολήν.

Τότε δεν είχε πλέον ανάγκην η Θωμαή να κρύψη την θλιβεράν εκείνην γραμμήν, ήτις κατέλαβε πλέον ολόκληρον εκείνο το λευκόν πρόσωπον, περιβληθέν με μίαν ωχράν κατήφειαν, ως το ωχρόλευκον άγαλμα της απογνώσεως. — Δεν έχεις αλεύρι; την ηνώχλθουν ακόμη μετά καιρόν την γραίαν οι γείτονες και οι παλαιοί πελάται. — Ο Λαλεμήτρος δεν είνε αλευράς, απήντα η γραία.

Εκ της γενεάς, ήτις είχε γνωρίσει τους «μαύρους χρόνους της σκλαβιάς», έζων ακόμη τόσον πολλοί, ώστε να μεταδίδουν και εις την φυσιογνωμίαν της νεωτέρας γενεάς κάτι τι από την κατήφειαν και την συστολήν της εποχής εκείνης, μολονότι αυτοί πάλιν ήσαν οι πρώτοι τολμήσαντες να εξεγερθώσι κατά του φοβερού δεσπότου και παρασκευάσωσιν εις τους νεωτέρους την σχετικήν άνεσιν την οποίαν είχον.