United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάραυτα κατόπιν διά συγκεχυμένων λόγων διεδόθη εν τη κώμη, η φοβερά είδησις. — Πάτησαν το Μοναστήρι! έλεγεν ο έτερος προς τον έτερον. — Πάτησαν το καινούργιο Μοναστήρι! επανελάμβανεν άλλος. Και εις όλον το χωρίον αντήχει η βοή: — Πάτησαν το Μοναστήρι! Και έκλειον οι άνθρωποι τα μαγαζεία και ησφάλιζον αυτά, και έκλειον αι γυναίκες τας θύρας και τα παράθυρα. Αμέσως αι οδοί ηρημώθησαν.

Τω όντι δε τα μέλη του σώματος της εφαίνοντο απολέσαντα την αίσθησιν του καμάτου. — Αν είν' έτσι, πάμε, έλεγεν ο Γύφτος. Και η Αϊμά ηγείρετο και τον ηκολούθει. Ότε έφθασαν εις λόφον τινά, ου αντικρύ εφαίνετο κώμη τις, ο Πρωτόγυφτος τη είπε·Πεινάς; — Όχι, απήντησεν η Αϊμά. Ουδ' ησθάνετο δε την πείναν, αν και ουδέν είχε φάγει από δύο ημερών. — Δεν γίνεται, είπεν ο Γύφτος· κ' εγώ πεινώ.

Αυτοί δε πρώτοι δώσαντες ομήρους υπεχρέωσαν και τους άλλους, οίτινες εφοβούντο την προσέγγισιν του στρατού, να δώσουν και αυτοί. Πάντες δε ούτοι και συνεξεστράτευσαν. Οι δε Φωκιείς έδωκαν μεν ομήρους, όμως δεν συνεξεστράτευσαν· και οι Υαίοι δεν έδωκαν ομήρους παρά αφού εκυριεύθη η κώμη των, ήτις εκαλείτο Πόλις.

Κι' αμέσως από στόματος εις στόμα εσαλπίσθη του πασιγνώστου ποιητού η μέλλουσα φυγή, κι' εις πένθος και κατήφειαν η κώμη εβυθίσθη, ωσάν να την εμάστιζε του Φαραώ πληγή. Καλέ θα φύγη, έλεγαν, ο ποιητής αλήθεια; θα φύγη ο Μπερτόδουλος και ο Ανεμοκτύπης, οπού μας διεσκέδαζε με τόσα παραμύθια; και μόνο που δεν έκλαιαν εκ της πολλής των λύπης.

Αλλά τότε ο αρχιληστής παρέμεινεν εις την κορυφήν επί μικρόν, διότι ενόμισεν ότι είδε κίνησιν ανθρώπων, εξερχομένων εκ της κώμης. Είχεν οξύ το βλέμμα ως άγριον πτηνόν. Άλλως η κώμη απείχεν εκείθεν μίαν και ημίσειαν ώραν κατωφερώς.

Όταν ανέβησαν επάνω εις την κορυφογραμμήν, από της οποίας εφαίνοντο εξ ενός η κώμη κ' εξ άλλου η Κεχρεά, διέταξεν οι μεν δύο γέροντες ως πρόσκοποι να βαδίζωσιν από των κορυφών, προσέχοντες προς το αντίθετον μέρος, ο δε Θανάσης, ο έχων το χρυσίον, ο αφωσιωμένος του σύντροφος, να καταβαίνη από του ομαλού διά της μεγάλης οδού και του ρεύματος. Ο αρχιληστής θα τον ηκολούθει.

Από του αιγιαλού δε εκείνου, όπου τα πλοία επλησίασαν, η μεν κώμη αύτη απέχει δώδεκα σταδίους, η δε πόλις των Κορινθίων εξήκοντα, ο δε ισθμός είκοσι.

Πού ευρέθησαν εκεί οι δερβίσαι και οι ιμάμαι ούτοι; Υπήρχον ήδη τοιούτοι εν τη μικρά της Πελοποννήσου κώμη; Ουχί. Αναμφιβόλως η εμφάνισις ήτο υπερφυσική, και υπήρχε λόγος όπως απομείνη τις βωβός διά βίου. Τοιαύτα σημεία επεφάνησαν τότε, κατά τας οικείας παραδόσεις, προάγγελα της επικειμένης εσχάτης συμφοράς.

Το βορειότατον κατακόρυφον της ακτής ταύτης αποτελεί βράχος υψηλός και απόκρημνος ως τι αρχαίον άλφα το σχήμα, ου τα άνισα σκέλη διέχουσι προς το πέλαγος, η δε κορυφή συνέχεται μετά της λοιπής νήσου διά γεφύρας, υφ ην βαθύς χάνδαξ απροσπέλαστος σχηματίζει το μέρος τούτο άλλην νήσον ή αληθέστερον μικράν εκ βράχου χερσόνησον, όπου υπήρχεν ως ανθρωπίνη εκεί φωλεά από των χρόνων της Ενετοκρατίας η αρχαία της νήσου κώμη, απρόσβατος εις τους ληστάς και τους πειρατάς, διά τείχους υψηλού γύρω γύρω ασφαλώς πεφραγμένη.

Αλλ' όταν δεν είχον εργασίαν εν τη κώμη, τότε όλην την ημέραν διήρχοντο εν τη εξοχή μετά της μητρός των, ως αγαθού φρουρού, την δ' εσπέραν θαμπά-θαμπά επανήρχοντο φαιδραί, δροσεραί, με την πλουσίαν ξανθήν κόμην των αόρατον υπό την λευκήν ελαφράν μανδήλαν, πλήρεις αγροτικής ευωδίας και καλλονής ως άνθη του βουνού, τα οποία δρέπει τις εις την κορυφήν αποτόμου πέτρας.