United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αιφνιδίως φρικτή σκέψις μου παρέσυρε κατά κύματα το αίμα εις την καρδιά μου, και επί τινα καιρόν ξανάπεσα και πάλιν εις την αναισθησίαν. Ευθύς ως συνήλθα, εσηκώθην με ένα πήδημα εις τους πόδας μου και με ένα σπαρακτικόν τρόμον που έσειεν όλας μου τας ίνας. Ήπλωσα ταχέως τους βραχίονας επάνω μου και γύρω μου, καθ' όλας τας διευθύνσεις. Δεν εύρον τίποτε.

Ο ύπνος ήτον άνευ ονείρων, όλα τα όνειρα του τα είχεν αφαιρέσει η εγρήγορσις. Μόνον ενδομύχως εις το βάθος της συνειδήσεώς μου, μία φωνή, ήτις ωμοίαζε με χρησμόν, ηκούσθη αμυδρώς να ψιθυρίζη· «Ύπάγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου . . . » Εξύπνησα. Εσηκώθην και έφυγα. Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχεν εισακούσει την δέησίν μου.

Όταν δε επέστρεψα και είχομεν δειπνήσει και επρόκειτο να πλαγιάσωμεν, τότε μου λέγει ο αδελφός μου ότι ήλθεν ο Πρωταγόρας. Έπειτα όμως εσκέφθην ότι είναι πολύ προχωρημένη η νυξ· ευθύς δε που ο ύπνος με ελάφρωσεν από τον κόπον, αμέσως εσηκώθην και εκίνησα να έλθω εδώ. Και εκείνος, αφ' ου εγέλασεν, είπε: — Ναι, μα τους θεούς, Σωκράτη, διότι μόνος του βέβαια είναι σοφός, δεν κάμνει δε και εμέ σοφόν.

Εις ένα μέρος το υπόγειον ήτο τόσον χαμηλόν, που εκινδύνευσα να κτυπήσω την κεφαλήν μου εις την πέτραν, και να πληγωθώ, και μόλις επέρασα με μεγάλην προσοχήν εκείνο το στενόν μέρος, το οποίον με έκαμε προσεκτικώτερον εις το ακόλουθον ταξείδιον εις εκείνην την υπόγειον οδοιπορίαν με όλον που έτρωγα τόσον ολίγον, όσον δηλαδή το αναγκαίον προς το ζην, έσωσα τέλος πάντων όλα μου τα φαγητά· όθεν εις το εξής μην έχοντας άλλα να παρηγορήσω την πείναν μου, άρχισα να κυριεύομαι από μίαν αδυναμίαν και από ένα γλυκύν ύπνον· πόσον όμως εκοιμήθην, δεν ηξεύρω· αλλ' όταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός, βλέποντας μίαν μεγαλωτάτην και ευρύχωρον πεδιάδα, και την καλαμωτήν μου δεμένην εις την άκρην του ποταμού, και εκεί πλησίον πολλούς Αράπηδες που με εθεωρούσαν· εσηκώθην ευθύς ως τους είδον και τους εχαιρέτησα, και αυτοί μου ωμίλησαν, αλλ' εγώ δεν εκατάλαβα την διάλεκτόν τους.

Εγώ μετέπειτα μείνας εκεί σαν νεκρός και ακίνητος αρκετήν ώραν εσυνήλθα τέλος πάντων εις τον εαυτόν μου· και μη βλέποντας πλέον κανένα Ελέφαντα, εσηκώθην, και εθεώρησα πανταχόθεν και βλέπω πως ήμουν εις μίαν πεδιάδα ευρύχωρον, περικυκλωμένην από έν δάσος, η οποία πεδιάδα ήτον γεμάτη από δόντια και κόκκαλα ελεφάντων.

Και, αφ' ου είπον αυτά, συγχρόνως εσηκώθην διά ν' αναχωρήσω· και εν ώ εσηκωνόμην ν' αναχωρήσω, ο Καλλίας με την δεξιάν του χείρα μου έπιασε το χέρι, και με την αριστεράν εκράτησε τούτο εδώ το επανωφόρι μου και είπε· Καλλίας Δεν θα σε αφήσωμεν, Σωκράτη· διότι εάν συ εξέλθης, δεν θα έχωμεν παρομοίας συνομιλίας.