United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τον πρώτον ακούσιον λυγμόν της, δεν είχεν εκβάλει πλέον άλλην φωνήν. — Τι! . . . πέθανε το παιδί; . . . Βρε! . . . έκαμεν ο Κωνσταντής, μείνας με ανοικτόν το στόμα. Είτα προσέθηκε·Για ταύτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε! . . . Η Δελχαρώ, ανακύψασα προς στιγμήν από του λίκνου, συνέχουσα τους λυγμούς της, είπε·

Μείνας δε μετά του υπολοίπου διωργάνωσε κατά το δοκούν τα της Μυτιλήνης και της λοιπής Λέσβου. Ότε δ' έφθασαν οι Μυτιληναίοι και ο Σάλαιθος, οι Αθηναίοι τον μεν Σάλαιθον ευθύς εφόνευσαν, μολονότι ούτος υπέσχετο μεταξύ πολλών άλλων να απομακρύνη τους Πελοποννησίους και από των Πλαταιών, αι οποίαι επολιορκούντο ακόμη· περί δε των λοιπών διεσκέπτοντο.

Ο Βινίκιος ευρίσκετο ήδη εις το κατώφλιον του ατρίου. — Στείλε μου ειδήσεις διά τινος δούλου, έκραξεν ακόμη ο Πετρώνιος. Μείνας μόνος ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του ατρίου, σκεπτόμενος τι έμελλε να απογίνη. Τας σκέψεις του διέκοψεν η εισελθούσα την στιγμήν εκείνην Ευνίκη.

Διήρκεσε δε η περιοδεία επί πολύν εισέτι χρόνον, και απεπερατώθη εις την βασιλεύουσαν πόλιν, όπου μείνας επί τινας εβδομάδας, επανήλθεν είτα εις το άντρον του. Ψήγματα ευτυχίας. Ουδέποτε η Αϊμά ευρέθη εις τοσαύτην αμηχανίαν, όσην ησθάνθη ότε έστη αιφνιδίως αντιμέτωπος του Γεωργίου Γεμιστού.

Και ο μεν Άγις μείνας αυτού όλην την ημέραν εξέτρεπε το ύδωρ, οι δε Αργείοι και σύμμαχοι, εκπλαγέντες κατ' αρχάς διά την αιφνιδίαν αναχώρησιν των Λακεδαιμονίων, δεν ήξευραν τι να υποθέσουν· έπειτα όμως, όταν εκείνοι αναχωρήσαντες έγιναν άφαντοι χωρίς ούτοι να καταδιώξουν αυτούς, ήρχισαν πάλιν να μέμφωνται τους στρατηγούς των λέγοντες ότι και κατά την παρελθούσαν ευκαιρίαν αφήκαν να διαφύγουν οι περικυκλωμένοι πλησίον του Άργους Λακεδαιμόνιοι, και κατά την παρούσαν, ενώ έφευγαν, ουδείς καταδιώκει αυτούς, αλλ' εν ησυχία εκείνοι μεν σώζονται, οι δε Αργείοι προδίδονται.

Ο Λάμπρος εκινήθη να εξέλθη, ο δε Μανώλης μείνας επί δύο ή τρία λεπτά, αφού αντήλλαξε με ψίθυρον φωνήν ολίγας λέξεις με τον οικοδεσπότην και με την συμβίαν του, τους ευχήθη την καλήν νύκτα, και από του εξώστου μεγάλη τη φωνή, διά ν' ακουσθή από τον Λάμπρον, όστις δεν θα ήτο μακράν, είπε·Καλά τους λένε, κουμπάρε Σπληνογιάννη, χαλασοχώρηδες.

— Κ' εγώ θα περάσω! είπεν ο χωροφύλαξ. — Εμπρός! Ο χωροφύλαξ έβγαλε το αμπέχονόν του, και το έτεινεν εις τον σύντροφόν του, μείνας με το υποκάμισον. Έκαμε το σημείον του Σταυρού. — Αν περάσω πέρα, μου το ρίχνεις, είπε. Εδοκίμασε να πατήση επί του στενού, επιάσθη από τον βράχον. Μετά έν βήμα ωπισθοδρόμησε. — Μ' έπιασε ζαλάδα, είπεν.

Ήδη κατά το αυτό θέρος είχαν έλθει εις αυτόν δεκαέξ πλοία, τα οποία ελεηλάτησαν μέρος τι της Χερσονήσου. Ο Μίνδαρος, καταληφθείς υπό τρικυμίας, ηναγκάσθη να καταπλεύση εις την Ίκαρον, όπου μείνας πέντε ή έξ ημέρας, ένεκα των εναντίων ανέμων, έφθασεν ακολούθως εις την Χίον.

Κατοικούν δε ούτοι εις μικράς πόλεις, των οποίων αι πλείσται υπετάγησαν εις τον Βρασίδαν, αλλ' η Σάνη και το Δίον αντέστησαν· τούτου ένεκα λοιπόν ελεηλάτησε την χώραν των μείνας εκεί με τον στρατόν του.

Ηρώτησε μετά πεποιθήσεως τον νέον μοναχόν ο κυρ-Δημάκης, φαιδρύνων το λιτόν και σαρακοστινόν δείπνον του, και ετοιμαζόμενος να πίη μέγα κρασοβόλιον. — Κατά τον καιρό! Απήντησε ξηρά-ξηρά ο μοναχός σώφρων, ασκητής. — Πώς; εμένα μούπε ο γέροντας πως θαρθή. Ηπόρησεν ο κυρ-Δημάκης μείνας με ανοικτόν στόμα, βαστάζων εις χείρας του ποτήριον, εν ώ ηκτινοβόλει ως βύσσινον ο μαύρος οίνος.