United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί, παπά, πεθαίνουν τα μικρά παιδάκια; Ως απάντησις εις την ερώτησιν επήλθε το τροπάριον, το «Δόξα». «Άγγελος του Αδάμ εχρημάτισεν η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ . . . δι' αυτού γάρ εισήλθεν ο θάνατος, παγγενή κατεσθίων τον άνθρωπον . . . » Είτα η εκφορά έγεινεν έξω του ναΐσκου των Ταξιαρχών. Η γραία, η συντέκνισσα, εκράτει το μικρόν πρόχειρον φέρετρον, εν είδει λίκνου.

Και άλλοι μεν είπον ότι η παιδίσκη αύτη ήτο κόρη των δαιμόνων, άλλοι δε ότι είχεν αρπασθή διά σατανικών μαγγανειών εκ των ανακτόρων. Φαίνεται δε ότι θήλυ τι βρέφος βασιλικόν είχε γείνει ανάρπαστον εκ του λίκνου κατά τον αυτόν χρόνον, αγνοείται υπό τινος. Εννοείται ότι πολύ απέχω του να πιστεύσω ότι ο Πλήθων είχεν αποκομίσει το βρέφος τούτο εκ των ανακτόρων.

Μετά τον πρώτον ακούσιον λυγμόν της, δεν είχεν εκβάλει πλέον άλλην φωνήν. — Τι! . . . πέθανε το παιδί; . . . Βρε! . . . έκαμεν ο Κωνσταντής, μείνας με ανοικτόν το στόμα. Είτα προσέθηκε·Για ταύτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε! . . . Η Δελχαρώ, ανακύψασα προς στιγμήν από του λίκνου, συνέχουσα τους λυγμούς της, είπε·

Βρε! τι κάνετε σεις; . . . Θα σηκώσετε τον κόσμο στο ποδάρι . . . Μήγαρις μας αφήνετε, μπάρεμ, να πάρουμ' ένα ύπνο απ' της φωνές σας; Κανείς δεν απήντησεν εις τας διαμαρτυρίας του Κωνσταντή. Η σύζυγός του έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της, επί του λίκνου. Η πενθερά του εκάθητο συνάπτουσα τας χείρας, αινιγματώδης, σφίγγουσα τους οδόντας, με απλανές το βλέμμα.

Δεν είναι καλά, το παιδί; Φωναί και σπαραγμός και κλαύματα ηκούσθησαν. Η μήτηρ εύρισκε το θυγάτριόν της νεκρόν εντός του λίκνου. Από τον θόρυβον, εξύπνησεν εις το διπλανόν χώρισμα ο Κωνσταντής, όστις είχε χορτάσει καλά τον ύπνον. — Τι είναι; έκραξε τρίβων τους οφθαλμούς. Εχασμήθη, ετανύσθη, ετινάχθη, κ' έτρεξεν εις την θύραν του θαλάμου.

Άμα απήλθεν η Αμέρσα, η Φραγκογιαννού, ζαρωμένη πλησίον της γωνίας μεταξύ της εστίας και του λίκνου, έχασεν εκ νέου τον ύπνον της, και ήρχισε να συνεχίζη τους πικρούς και πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της.

Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα. Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής. — Ε! θα σκάσης; είπε. Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους, Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου.

Μεγάλην και ιεράν ανακούφισιν ησθάνετο η πολυπαθής γυνή, όταν συνέβαινε, μετά της μικράς πομπής του ιερέως, προπορευομένου του Σταυρού, ν' ακολουθή βαστάζουσα εις τας χείρας της η ιδία, ως φιλεύσπλαγχνος και συμπονετική οπού ήτον, το εν είδει λίκνου μικρόν φέρετρον. Προέπεμπε το θυγάτριον μιας γειτόνισσας, ή μακρυνής συγγενούς, μέχρι του τάφου.

— Ω, σε γνωρίζω πάντοτε, σε γνωρίζω από του λίκνου σου, Αϊμά. — Αληθώς; είπεν η νέα, και οι οφθαλμοί της ήστραψαν. — Σε γνωρίζω από της μήτρας, σε γνωρίζω και προ της συλλήψεως Η Αϊμά δεν ενόει πλέον. — Προτού να γεννηθής και να συλληφθής σ' εγνώριζον. — Αλλά γίνεται τούτο; ηρώτησεν αφελώς η νεάνις. — Εις την ανθρωπίνην φύσιν είνε αδύνατον. Η Αϊμά ουδέν είπεν.