United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τας άκουσα να μιλούν σιγά· διηγούντο μεταξύ των ασήμαντα πράγματα, νέα της πόλεως: Πως αυτή πανδρεύεται, πως εκείνη είναι ασθενής, πολύ ασθενής, έχει ξηρό βήχα, τα κόκκαλα φαίνονται εις το πρόσωπόν της και της έρχονται λιποθυμίες· ουδέ λεπτό δεν δίνω για την ζωήν της, έλεγεν η άλλη. Ο Ν.Ν. και αυτός είναι κακά, έλεγεν η Καρολίνα.

Άκρα σιγή και ησυχία επεκράτησεν εντός του σκοτεινού θαλάμου, μετά τον τελευταίον βήχα και τον κλαυθμηρισμόν του θυγατρίου, τα οποία τόσον αποτόμως διεκόπησαν. Η Φραγκογιαννού είχε κύψει το πρόσωπόν της, και είχε στηρίξει με τας δύο χείρας το μέτωπον, και είχε παύσει να σκέπτεται. Της εφαίνετο ότι δεν έζη πλέον. Ούτε η πνοή της ηκούετο. Πας θόρυβος είχε παύσει.

Εις όλα τα καφενεία παίζουν απόψε χαρτιά. Κάπου θα παίζη. Δεν εκύτταξα να μη μας λείπη και τίποτε. Ο μικρός του υπηρέτης δεν έπαιζε. Διά των ολίγων δεκαλέπτων, άτινα εκροτάλιζον εν τω θυλακίω του, είχεν αγοράσει καραμέλλας διά την θείαν τουήξευρεν ότι έκαμνον καλόν εις τον βήχα, και η γραία έβηχε τόσον άσχημα, — και τας έφερεν ασθμαίνων εις το νοσοκομείον.

Αισθάνθηκα κάποιο πόνο, αλλ' η σκέψη μου δε χρονοτρίβησε πολύ στο Βαγγελιό και τις αρρώστειες της. Ωχ! αδερφέ, κι αυτή όλο άρρωστη θάνε; Τι να τον κάνω 'γώ το βήχα και τις κλάψες της; Η αρρώστεια της, πούγινε εμπόδιο στα νέα μου ονειροπολήματα, άρχιζε να μου πειράζη τα νεύρα.

Ο ένας εμιμείτο την βαρείαν γεροντικήν φωνήν του καθηγητού των λατινικών, ο άλλος τον βήχα του καθηγητού των ιερών και τρίτος τους θυμούς του μαθηματικού: — Τα μαθηματικά οξύνουν τον νουν, αλλ' όχι και τα κούτσουρα. Δεν είνε τσεκούρια.

Τώρα η κορασίς είχεν αντί της καλής και πονετικής μητρός την μάμμην με την αφόρητον παραξενιά της, ήτις, ενώ εβεβαίου ότι όλα της επόνουν, κεφαλή, λαιμός, χείρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση και τα λοιπά, πνιγομένη δε από τον βήχα και γογγύζουσα δυνατά και βάλλουσα κραυγάς αγρίας εφείδετο να δώση εις ιατρούς και φάρμακα, αίφνης ηγείρετο υποβαστάζουσα την κοιλίαν της, εξήρχετο μέχρι της θύρας, έρριπτε βλέμμα εις τον εκτός, κόσμον, κι' έλεγεν·

Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα. Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής. — Ε! θα σκάσης; είπε. Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους, Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Να κ' η Φιλοδωρήταινα. . . να και η Χαιρητάδη. . . Ου!. . . βλέπω κι' άλλες πού 'ρχονται, ολόκληρο κοπάδι• όλο το άνθος δηλαδή της πόλεως. Γ’ ΓΥΝΗ ερχομένη ταχέως Ουφ! πόσο, φιλτάτη, εκοπίασα, ως πού να ξετρυπώσω! γιατί έφαγεν ο άνδρας μου όσες σαρδέλλες είχα το βράδυ, και μου πνίγηκε τη νύχτ' από το βήχα.

Ήτον ακόμη στην ίδια θέση, σα να μην είχε τη δύναμη να ξεκινήση. Σε λίγο άρχισε κιανέβαινε σιγά σιγά· κέβηχε ένα μικρό ξερό βήχα. Έπειτα την έκρυψαν τα δέντρα και δεν την έβλεπα πεια· άκουα όμως το βήχα της, ως όπου κιατός έπαψε νακούεται. Τις τελευταίες στιγμές που στεκότανε στη σκιά του δέντρου μούδωκε μια βαθύτατη συγκίνηση, ένα αίσθημα σα θρησκευτικό.

Η μικρά Ανθούσα, πτωχή κορασίς, συγγενής της οικογενείας, την οποίαν είχαν προσλάβει εκείνας τας ημέρας διά να υπηρετή τον ασθενή, ίστατο εις την θύραν του οικίσκου, κ' εκύτταζεν εν εκστάσει τον μέγαν χορόν, όστις ήτον ως τεράστιος ορμαθός ανθρώπων, πολύχρωμος και αεικίνητος. Μ' όλον τον θόρυβον όστις ήρχετο έξωθεν, ήκουσε την κραυγήν και τον βήχα του Θανάση, κ' έτρεξεν επάνω. — Τι έχεις, Θανάση;