United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η φωνή του πνιγομένη από τον πόνον εξησθένει περισσότερον, οπότε από το άλλο μέρος της τραπέζης ο Απόστολος Πέτρος ηγέρθη και είπεν εν μέσω σιγής: — Ο Σωτήρ μας παρήγγειλεν: «Ει ο αδελφός σου ήμαρτε προς σε, τιμώρησέ τον· αλλ' εάν μετανοήση, συγχώρησέ τον. Και εάν επτάκις ήμαρτε προς σε εντός της ημέρας και επτάκις επιστραφή προς σε λέγων σοι: «Μετανοώ», άφες αυτώ.

Όλη η αισχύνη των κατ' Αυτού χλευασμών, όλη η αγωνία της βασάνου Του, υπήρξαν ανίσχυρα, πέντε ημέρας ύστερον, ν' αποσπάσωσιν απ' Αυτού ένα γογγυσμόν, ή να υγράνωσι τα βλέφαρά του μ' έν δάκρυ· αλλ' εδώ, όλος ο οίκτος όστις ήτο εντός Του κατεκυρίευσε την ανθρωπίνην ψυχήν Του, και ου μόνον έκλαυσεν, αλλ' ερράγη εις πάθος σχετλιασμού, εν ώ η φωνή πνιγομένη εφαίνετο παλαίουσα ίνα εξέλθη.

Τον μέγαν τούτον λόγον επρόφερεν ο Μανώλης, ακουμβημένος εις την κορωνίδα του τελάρου· και όπως εκάλυψε το πρόσωπόν του με την πλατείαν του παλάμην, διά να κρύψη την εντροπήν του, εφαίνετο ως να έκρυπτε δάκρυα. Η Πηγή τον ητένισε με ανησυχίαν και είπε, πνιγομένη υπό συγκινήσεως: — Και μαλώνει σ' αφέντης σου; — Να, αν του πη ο μάστορας πως έφυγ' από το χτίρι, θα χαλάση τον κόσμο ...

Εγώ, η εν μεγάλη κεφαλή κυοφορηθείσα, η εν πατάγω γεννηθείσα και θορύβω, η εν πομπή και παρατάξει εκδοθείσα, η πολέμους γεννήσασα και μάχας, η ακούσασα παλμούς κακίας ουδέποτε άλλοτε δονηθείσης, η αισθανθείσα φιλήματα φλογερά επί των παρθενικών μου παρειών, εγώ κατεκείμην την στιγμήν εκείνην επί ακαθάρτου τραπέζης οινοπωλείου, κολυμβώσα εις ρητινίτην, πνιγομένη υπό κακόσμων αναθυμιάσεων και ακούουσα χονδροειδείς αστειότητας εις βάρος μου, και μομφάς και κατηγορίας και προπηλακισμούς.

Τώρα η κορασίς είχεν αντί της καλής και πονετικής μητρός την μάμμην με την αφόρητον παραξενιά της, ήτις, ενώ εβεβαίου ότι όλα της επόνουν, κεφαλή, λαιμός, χείρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση και τα λοιπά, πνιγομένη δε από τον βήχα και γογγύζουσα δυνατά και βάλλουσα κραυγάς αγρίας εφείδετο να δώση εις ιατρούς και φάρμακα, αίφνης ηγείρετο υποβαστάζουσα την κοιλίαν της, εξήρχετο μέχρι της θύρας, έρριπτε βλέμμα εις τον εκτός, κόσμον, κι' έλεγεν·

Η από πολλού ήδη εν σιγή πνιγομένη χαρά του Δημήτρη ολίγου δειν εξώρμα αθυρόστομος. — Πού να σ' τα . . . είπε, αλλ' ανεκόπη αμέσως. Άλλη ώρα τα λέμε, . . . έλα τώρα να σε κεράσω! υπέλαβε ταχέως, θέλων να διορθώση διά της ελευθεριότητος την παραδρομήν της γλώσσης του. Και εισήλθεν εις το καπηλείον ο Δημήτρης, . . . και έμεινεν εκεί μέχρι νυκτός.

Τα ξύλα της εστίας αντί φλογών ανέδιδον μάλλον καπνόν, η δε Πηγή πνιγομένη ηναγκάζετο εκ διαλειμμάτων ν' αποσύρεται με τους οφθαλμούς υποδακρύοντας. Αλλ' εν τω μεταξύ έρριπτε και κανέν λαθραίον μειδίαμα προς τον Μανώλην.