United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ιερεύς επρόφερεν ούτω τους όρους sopra vento και sotto vento, ήτοι το υπερήνεμον, και υπήνεμον, εννοών ειδικώτερον το βορειοανατολικόν και το μεσημβρινοδυτικόν. — Από Σταβέτ, παπά... μα είναι φόβος μην τονέ γυρίση στο μαΐστρο. — Μα ... τότε πρέπει να πέσουμε να πεθάνουμε, είπεν ως εν συμπεράσματι ο ιερεύς. Δεν είναι λόγια αυτά, Πανάγο.

ΡΩΜΑΙΟΣ Καλά· σου το υπόσχομαι. Να σε ιδώ, ποιος είσαι; Του Μερκουτίου ο καλός ο συγγενής, ο Πάρης! Τι μ' έλεγεν ο δούλος μου ‘ς τον δρόμον; και τα λόγια δεν τα επρόσεχα εγώ ‘ς την ταραχήν μου μέσα; Ο Πάρης να στεφανωθή την Ιουλιέταν ήτον; Αυτό μου είπε; ή εγώ το είδα στ’ όνειρόν μου; Ή επειδή επρόφερεν ο Πάρης τ’ όνομά της, τα εφαντάσθηκεν αυτά ο σαλευμένος νους μου; — Δος μου το χέρι.

Ενίοτε εκλαυθμήριζε. «Κοι, κοι, κοιεπρόφερεν η γραία, η προμήτωρ, ήτις είχε κλείσει το έν όμμα, και με το άλλο, εις το ασθενές φως του κανδηλίου και εις την διαλείπουσαν της εστίας αναλαμπήν, δεν έπαυσε να κυττάζη την Φραγκογιαννού.

Ήρχισε να κλαίη μετά λυγμών. Ο πατήρ του βεβαίως επνίγετο. Και αυτός δεν ηδύνατο να τον βοηθήση. Ω! να είχε τόσην δύναμιν, τόσην, όσην ο άνεμος και η θάλασσα! Αστραπή διέσχισε το σκότος. Ως εκατόν οργυιάς ανοικτά εις το πέλαγος είδεν ο Πάπος εν ακαρεί μαύρα τινα σώματα, προεξέχοντα του κύματος. — Τ' Αραπάκια! επρόφερεν εν μέσω των λυγμών του ο νέος. Απάνω στ' αραπάκια έπεσαν.

ΓΛΟΣΤ. Το ενθυμούμαι τώρα! — Εις το εξής μ' υπομονήν την λύπην θα σηκώνω, ως που να κράξη μόνη της Αρκεί , και ν' αποθάνη! Το πράγμ' αυτό που έλεγες, δι' άνθρωπον το είχα. Συχνά την λέξιν Σατανάς επρόφερεν. — Εκείνος εις τον κρημνόν μ' ωδήγησε. ΕΔΓΑΡ Υπομονή και θάρρος!... Ποιος είν' αυτός που έρχεται; Χαμένα θα τα έχη. Δεν μαρτυρούν σωστά μυαλά τα συγυρίσματά του. ΛΗΡ Όχι!

Οι θεαταί δ' εμβρόντητοι είδαν το χαριτωμένον πρόσωπον νέου, του οποίου το όνομα τότε ήτο ένδοξον καθ' όλην σχεδόν την Ευρώπην. Ο σωτήρ δεν επρόφερεν ούτε λέξιν. Αλλ' η μαρκησία θα αρπάξη αφεύκτως το παιδί της, θα το θλίψη στην καρδιά της, θα περισφίξη το τόσον λεπτόν αυτό σώμα και θα το πνίξη με φιλιά. Αλλοίμονον, όχι!

Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας εχάρηκε, κ' επρόφερεν ευχή• «Πατέρα Δία, 330 εις όσα είπ' ο Αλκίνοος, τέλος να 'δώσηόλα• και η φήμη εκείνου πάντοτετην γην την σιτοδώρα να μένη άσβεστη, κ' εγώ να φθάσω εις την πατρίδα». Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις η Αρήτ' η λευκοχέρα 335 να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς να 'χη να ταις φορέση. κ' εβγήκαν απ' το μέγαρο, με φωςτα χέρια, εκείναις• και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνη, 340τον Οδυσσέα σίμωσαν και τον παρακινούσαν• «σήκω να πας να κοιμηθής, ω ξένε• η κλίνη εστρώθη». είπαν και μ' ευχαρίστησι και αυτός είδε την κλίνη.

Εις τα στήθη πάντων η πνοή εκρατείτο επί τη προσδοκία των σεπτών λόγων, τους οποίους θα επρόφερεν ο Νέρων. Αλλ' εκείνος ίστατο εκεί επίσημος και άφωνος με πορφυράν χλαμύδα επί των ώμων, με το βλέμμα προσηλωμένον εις την λύσσαν της πυρκαϊάς. Όταν ο Τέρπνος τω παρουσίασε την βάρβιτον, ύψωσε τους οφθαλμούς εις τον καιόμενον ουρανόν, αναμένων την έμπνευσίν του.

Τον μέγαν τούτον λόγον επρόφερεν ο Μανώλης, ακουμβημένος εις την κορωνίδα του τελάρου· και όπως εκάλυψε το πρόσωπόν του με την πλατείαν του παλάμην, διά να κρύψη την εντροπήν του, εφαίνετο ως να έκρυπτε δάκρυα. Η Πηγή τον ητένισε με ανησυχίαν και είπε, πνιγομένη υπό συγκινήσεως: — Και μαλώνει σ' αφέντης σου; — Να, αν του πη ο μάστορας πως έφυγ' από το χτίρι, θα χαλάση τον κόσμο ...

Το πρωί επήγε εις τον αγρόν και επρόφερεν επτά ιερατικάς λέξεις από μίαν παλαιάν βίβλον, αφού δε εξήγνισε το μέρος με θειάφι και δαδί και έκαμε τρεις γύρους πέριξ του τόπου, εξεδίωξεν όλα τα ερπετά τα οποία ευρίσκοντο εντός του χώρου εκείνου• ως εάν τα έσυρεν ο εξορκισμός, ήρχισαν να έρχωνται προς αυτόν φείδια πολλά και ασπίδες και έχιδναι και κερασφόροι όφεις και ακοντιοφόροι και δηλητηριώδεις βάτραχοι.