United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κατά τας στιγμάς εκείνας του συνέβαινε να μένη ως απολιθωμένος εις αφαίρεσιν, με το βλέμμα προσηλωμένον εις το κενόν, χωρίς να βλέπη και χωρίς ν' ακούη. Και εις την ψυχήν του έσταζε μελαγχολία, παραπλησία προς την νοσταλγίαν, με την διαφοράν ότι η νοσταλγία του νεαρού βοσκού δεν είχεν ωρισμένην διεύθυνσιν. Επόθει το άγνωστον· δεν είχε μάλιστα συνείδησιν ότι επόθι τι.

Η κουκούλα της ολισθήσασα είχε φέρει εις αταξίαν την κόμην της· είχε το στόμα ημιάνοικτον, τα βλέμματα προς τον Απόστολον, όλον το πρόσωπόν της ήτο προσηλωμένον εις αυτόν εν εκστάσει.

Ο Ρούντυ εκάθησεν εκεί συγκαθισμένος τόσον ήσυχα 'σάν να ήτο ένα κομμάτι του βράχου, επί του οποίου εκάθητο, εκράτει το όπλον με σηκωμένον τον λύκον έτοιμον να πυροβολήση εμπρός του· το βλέμμα του το είχεν προσηλωμένον επάνω εις το ανώτατον μέρος της ρωγμής, όπου ήτο κρυμμένη η φωλεά του αετού κάτω από τον βράχον που εξείχε κρεμασμένος. Οι τρεις κυνηγοί έπρεπε να περιμένουν πολλήν ώραν.

Η νυξ προυχώρει και εγώ, κατεχόμενος υπό πικροτάτων σκέψεων, ων αντικείμενον είναι εκείνη, η μοναδική μου υπερτάτη λατρεία, έμενα με το βλέμμα προσηλωμένον επί του πτώματος της Ροβένας. Θα ήτο περίπου μεσονύκτιον, ότε αίφνης διέκοψε τους ρεμβασμούς μου λυγμός τις, ταπεινός και ελαφρός, αλλά λίαν ευδιάκριτος, από της νεκρικής κλίνης.

Περί την δείλην της αυτής ημέρας, ο Κύριος εισήλθεν εις την Συναγωγήν. Η παρουσία του, και ο σκοπός της παρουσίας του ήσαν γνωστά εις όλους· και εις τας πρώτας έδρας εκάθηντο Γραμματείς, Φαρισαίοι και Ηρωδιαναί, των οποίων το κακόβουλον βλέμμα ήτο προσηλωμένον προς τον Ιησούν, διά να ίδωσι τι θα έπραττεν, όπως τον κατηγορήσωσιν. Εκείνος δεν τους άφησεν επί μακρόν εν τη αμφιβολία.

Δεν εφρόντιζεν αν την ίδουν πλέον, καθόλου δεν εφρόντιζεν· αυτή ήθελε να ίδη. — Δεν ένε· είπεν αίφνης, χαμηλοφώνως. Κ' επανέπεσεν οπίσω επί των ποδών της. Έμεινε δ' εκεί, ελαφρώς πελιδνή την όψιν και πεισμωμένη, το βλέμμα κρατούσα προσηλωμένον επί ενός στάχυος, του οποίου η κεφαλή εταλαντεύετο εις το φύσημα του ανέμου.

Η Κυρά Ρήνη ήκουσεν από του καθίσματός της, συγκεχυμένας εκ της αποστάσεως, τας φωνάς των παιδιών. Από ώρας ήδη είχε σώσει την μέταξαν της του λούπας της χωρίς και αυτή να το εννοήση και σταυρώσασα επί των γονάτων τας χείρας έμεινε με την κεφαλήν ορθίαν εις τα εμπρός, το βλέμμα έχουσα προσηλωμένον μακράν, εις την κορυφήν κυπαρίσσου την οποίαν ο ήλιος εχρύσωνε διά του φωτός του.

Εις τα στήθη πάντων η πνοή εκρατείτο επί τη προσδοκία των σεπτών λόγων, τους οποίους θα επρόφερεν ο Νέρων. Αλλ' εκείνος ίστατο εκεί επίσημος και άφωνος με πορφυράν χλαμύδα επί των ώμων, με το βλέμμα προσηλωμένον εις την λύσσαν της πυρκαϊάς. Όταν ο Τέρπνος τω παρουσίασε την βάρβιτον, ύψωσε τους οφθαλμούς εις τον καιόμενον ουρανόν, αναμένων την έμπνευσίν του.

Σκεφθήτε ολίγον το πράγμα και θα βεβαιωθήτε ότι έχω δίκαιον. Παίρνομεν ένα παιδί, έχον απόλυτον ανάγκην κινήσεως, μη δυνάμενον να μένη εις την αυτήν θέσιν επί πέντε λεπτά, και το κλείομεν εις τεσσάρας τοίχους και το αναγκάζομεν να μένη ακίνητον επί ώρας, προσηλωμένον εις το βιβλίον του ή εις την φαλάκραν του διδασκάλου του.

Τούτο επείσμωνε την νέαν κόρην, ελκυομένην καθεκάστην πλειότερον προς τον Φωκίωνα. Συνέβη, δις ή τρις, στραφείσα αποτόμως προς τον Άγγελον, να συλλάβη το βλέμμα του προσηλωμένον επιμόνως επ' αυτής· τίποτε άλλο δεν ηδύνατο ν' αναγνώση επί του προσώπου του. Η μεταξύ των δύο νέων διαφορά, τουλάχιστον η εξωτερική, ήτο μεγάλη και η νέα κόρη ωρισμένως έκλινε προς τον Φωκίωνα.