Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Μόνον να μη φαντασθής, ότι μπορείς να πέσης, γιατί τότε έμεινες και κρεμασμένοςΜε αυτά τα λόγια επήδησε πέρα η γάτα, επειδή δεν ήθελε να παρατηρήση ο Τούντυ, ότι η λύπη εζωγραφίζετοτα μάτια της!

Ο Αγαθούλης του απάντησε: — Είδα πολύ χειρότερα· αλλ' ένας σοφός, που κατόπι του συνέβη το δυστύχημα να τον κρεμάσουνε, μ' έμαθε, πως όλ' αυτά είναι θαυμάσια· οι ήσκιοι ενός ωραίου πίνακος. Ο κρεμασμένος σας κορόιδευε τον κόσμο, είπε ο Μαρτίνος· οι ήσκιοι σας είναι στίγματα φοβερά. — Οι άνθρωποι κάνουνε τα στίγματα, είπε ο Αγαθούλης, και δε μπορούνε να κάνουνε και αλλιώς.

Ο παπα-Στουπής, φίλε μου, μόλις του πάνε την διαταγήν του Μητροπολίτου «Τι έκαμε λέειεφώναξε με την άγρια, βραχνιασμένην φωνάραν του από τον ταραμά, ένας καλός εφημέριος εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα ελαιοτριβεία, και άρχισε από τα μεσάνυχτα, σαν εις το Μέγα Πάσχα να σημαίνη· την έσπασε την καμπάνα, φίλε μου. «Τι έκαμε λέειεπανελάμβανε και εκτύπα, κρεμασμένος εις την καμπάνα, με θυμόν.

Στρέφεται ο Δήμιος και απαντά: — Υπάρχει πολιτεία, τιμωρούσα τους κακούς· και αυτός είνε κακός· έκλεψε διά να φάγη. Ερωτώ τον κρεμασμένον: — Ποίος είπεν εις σε να μη κλέψης; Και ο κρεμασμένος απαντά: — Ο Νόμος, όστις μόνον διά να περιορίση την φύσιν εγράφη. Είς άνθρωπος εσκέφθη να φρουρήση του χρυσού του τα πλεόνασμα, διά να ικανοποιήση ανοήτους εμπνεύσεις· και ο παρευθείς νόμος εγράφη.

Τότε είπον κατ' εμαυτόν: — Αίμα: κάποιον έγκλημα του ανθρώπου·ιδεώδες: κάποιον έγκλημα του Θεού Λέγει ακόμη το Φάσμα: — Είδες ποτέ άνθρωπον κρεμασμένον; — Όχι· τι σημαίνει κρεμασμένος άνθρωπος; — Έν ευτελές τεμάχιον σχοινιού επαναστατεί κατά της έλξεως της ύλης, ήτις φονεύει ασυνειδήτως έν τέκνον της, έλκουσα αυτό φιλοστόργως εις την αγκάλην της.

Κρύος ίδρωτας μ' επήρε. Άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου. — Στο Θεό σου. καπετάνιε, του λέγω· έχε υπομονή. Να φέρουμε μια βόλτα πάλι. Ούτ' εκείνος όμως, ούτε οι λαμνοκώποι με άκουαν. Το καΐκι εγύρισε κ' έφευγε για το λιμάνι βαριεστισμένο κ' εκείνο. Εγώ κρεμασμένος από την κουπαστή δεν έπαυα να κυτάζω ζερβόδεξα, με καρδιοχτύπι μεγάλο, σαν να εζητούσα της μάνας μου τα κόκκαλα. Μάταια όμως!

Ο δε κλέπτης του Θεού δεν τιμωρείται· τιμωρείται μόνον ο κλέπτης του ανθρώπουκαι ιδού εγώ κρεμασμένος. Αλλ' έστω· είμαι τουλάχιστον χορτάτος, και ευχαριστημένος, ότι θ' αποδώσω εις την φύσιν εκ νέου εκείνο, όπερ είχε δι' εμέ προορίση, αλλά της το είχε κλέψη ο κατήγορός μου! Λέγει τότε το Φάσμα: — Ιδού λοιπόν δύο άνθρωποι, χορτάτοι και οι δύο, εκ των οποίων ο είς φονεύει τον άλλον.

Έβαλα εις την ρίζαν τούτου του δένδρου δύο πέτρες ψηλές, επάνω εις τες οποίες ανεβαίνοντας, εσήκωσα τα χέριά μου διά να δέσω την θηλιάν εις εκείνο το χοντρόν κλωνάρι, και δένοντάς την τήν επέρασα εις τον λαιμόν μου, αλείφοντάς την καλά με σαπούνι διά να γλυστρήση να μην τυραννηθώ πολύ· έπειτα ερρίχθηκα από τες πέτρες και έμεινα κρεμασμένος.

Έμενε κρεμασμένος στη μητέρα του και μου φώναζε από μακριά, θριαμβευτικά γιατί βγήκε αληθινή η προαίστηση του και με κάποια δόση δυσαρέσκειας γιατί έδειξα δυσπιστία στην προαίστηση: — Βλέπεις που ήρθε! Βλέπεις που το ήξερα! — Είσουνα μέσα και κοίταξες, είπα.

Ένας έμπορος, απολέσας την περιουσίαν του, και κινδυνεύων να φυλακισθή, ευρέθη κρεμασμένος από μίαν ελαίαν. Τότε εις τους φόβους της τούτους η Θωμαή, μεταβαίνουσα πρωί-βράδυ, ήναπτε τα κανδήλια του Αγίου Γεωργίου, ενός μικρού ναΐσκου, παρά την άμπελον, υπό την σκιάν ελαιών και κυπαρίσσων, να τον φυλάττη ο άγιος, όπου και αν είνε, αν είνε ζωντανός.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν