United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να εγνώριζον ότι διά της φωνής του Ιωάννου Αυτός είχε κηρυχθή ο Μεσσίας· πρέπει να κατενόησαν τι τους είπεν ύστερον ότι εν τω τόπω τούτω υπήρχέ τις μείζων του Ναού· πρέπει να εμελέτησαν την έκφρασιν ενός των ραββίνων των, την σχετιζομένην με την προφητικήν γλώσσαν του Δανιήλ ότι ο Άγιος των Αγίων ήτο Αυτός ο Μεσσίας.

Αλλ' ο Φλώρος ευρίσκετο ακόμη εις την ευδαίμονα εκείνην ηλικίαν, καθ' ην και αι άκανθαι φαίνονται ημίν ευώδεις και όλαι αι γυναίκες ωραίαι, καθ' ην εκθέτομεν εις δημοπρασίαν την καρδίαν και τα χείλη μας, ριπτόμενοι αφόβως εις πάσαν ανοιγομένην ημίν αγκάλην ως ο Δανιήλ εις τον λάκκον των λεόντων, ζητούντες ύδωρ, ίνα σβύσωμεν την δίψαν μας, και αδιαφορούντες, αν διαυγές είναι ή αμμώδες και θολωμένον.

Να το ξεύραμε να πάμε προχθές εις την φράγκικην! — Όχι, καϋμένε, να πηγαίναμεν εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα ελαιοτριβεία. — Πώς; είπον έκθαμβος. — Ναι. Εις τον άγιον Δανιήλ.

Αλλ' ό,τι ιδίως επερίμενεν εν εκστάσει, ήτο η στερεότυπος φράσις, διά της οποίας ο διδάσκαλος συνώδευε την κλήρωσιν του πρώτου καλουμένου εις εξέτασιν μαθητού. — Ούτε του θέλοντος ούτε του τρέχοντος, . . . έλεγεν ο Δανιήλ. — Αλλά του θεού ευδοκούντος! συνεπλήρου σχεδόν πάντοτε ο μικρός Σοφής.

Ο παπα-Στουπής, φίλε μου, μόλις του πάνε την διαταγήν του Μητροπολίτου «Τι έκαμε λέειεφώναξε με την άγρια, βραχνιασμένην φωνάραν του από τον ταραμά, ένας καλός εφημέριος εις τον άγιον Δανιήλ, έξω εις τα ελαιοτριβεία, και άρχισε από τα μεσάνυχτα, σαν εις το Μέγα Πάσχα να σημαίνη· την έσπασε την καμπάνα, φίλε μου. «Τι έκαμε λέειεπανελάμβανε και εκτύπα, κρεμασμένος εις την καμπάνα, με θυμόν.

Ότε πρωί πρωί ηνοίγετο του σχολαρχείου η θύρα και ο εντός του σχολείου κατοικών διδάσκαλος, ο ιερομόναχος Δανιήλ, ανέβαινεν εις την έδραν του με τον κοντόν κοιτωνίτην και τον μαύρον του σκούφον, σύρων τας εμβάδας του και διευθετών διά της χειρός το ακτένιστον γένειόν του, το πρόσωπον του Αλεξάνδρου ηκτινοβόλει από χαράν και αγαλλίασιν.

Πλην τότε, όταν επαρουσιάσθη εις τον θείον του Αλύπαν, μόλις εικοσιπενταετής, εκαλείτο Δανιήλ ιεροδιάκονος, μοναχός. Όταν τον είδεν έξαφνα ο θειος του, με λύπην και πόνον ανέκραξε: — Μαύρο κούτσουρο εγώ, μαύρο κούτσουρο εσύ. Ανέβαινεν ασθμαίνων τον ανήφορον ο καπετάν Γεωργάκης ο Μ., αν και ήτο καβάλλα επάνω εις μεγάλον ισχυρόν ημίονον, δυνάμενον να σηκώση υπέρ τας 120 οκάδας.